Του Σωκράτη Ιωακείμ
Η χθεσινή αναδίπλωση του Ντόναλντ Τραμπ στο ζήτημα των δασμών δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Μετά από μια εβδομάδα χρηματιστηριακής αναταραχής και αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις για επικείμενη ύφεση, ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ξαφνικά –και πάλι μέσω Twitter– 90ήμερη παύση των περισσότερων νέων δασμών, εξαιρώντας όμως την Κίνα. Παράλληλα, προειδοποίησε για αύξηση των κινεζικών δασμών στο 125%.
Το μήνυμα ήταν διπλό: αφενός, προσωρινή αποσυμπίεση προς Ευρώπη και υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους· αφετέρου, στοχοποίηση του Πεκίνου ως του βασικού αντιπάλου σε μια σύγκρουση που πλέον έχει παγκόσμια χαρακτηριστικά. Όλα δείχνουν πως ο Τραμπ μπλόφαρε αρχικά με την επιθετική του στάση, για να επανέλθει με την εικόνα του ηγέτη που συγκρατεί την κρίση.
Η μπλόφα και το πολιτικό κόστος
Όσο κι αν η οικονομική ομάδα του προέδρου προσπαθεί να παρουσιάσει την αναδίπλωση ως μέρος στρατηγικής, οι αγορές είχαν αρχίσει να μιλούν καθαρά: ο εμπορικός πόλεμος κλόνιζε την εμπιστοσύνη, ενώ οι απώλειες στο χρηματιστήριο και η αστάθεια στην αγορά ομολόγων έφερναν όλο και πιο κοντά το φάσμα μιας ύφεσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Τραμπ παραδέχθηκε πως «οι άνθρωποι ήταν τρελαμένοι» και ότι «παρακολουθούσε την αγορά». Πίσω από την επικοινωνιακή άνεση, κρύβεται η αγωνία για τις επιπτώσεις μιας στρατηγικής που έχει αρχίσει να φλερτάρει με την αυτοϋπονόμευση.
Τι επιδιώκει ο Τραμπ
Η στοχευμένη εξαίρεση της Κίνας από την παύση των δασμών δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του Λευκού Οίκου. Ο Τραμπ επιχειρεί να απομονώσει τον μεγαλύτερο εμπορικό του αντίπαλο, στέλνοντας το μήνυμα πως είναι πρόθυμος να κάνει πίσω μόνο για όσους δείχνουν… καλή διάθεση. Όλες οι υπόλοιπες χώρες –πάνω από 75 σύμφωνα με τον ίδιο– υποτίθεται πως «ζητούν συμφωνία», αλλά ο ίδιος δεν σκοπεύει να δώσει σε κανέναν προτεραιότητα πέρα από τους όρους του.
Με αυτή την τακτική, ο Τραμπ προσπαθεί να επαναφέρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο τραπέζι. Από τη μια κλιμακώνει την πίεση στην Κίνα, από την άλλη δημιουργεί ένα προσωρινό πεδίο διαπραγμάτευσης με την Ευρώπη και άλλους συμμάχους, ώστε να αποδυναμώσει τυχόν ενιαίο μέτωπο απέναντί του. Πρόκειται για την προσφιλή του τακτική: χτύπα δυνατά, δώσε την εντύπωση αστάθειας και μετά εμφανίσου ως ο μόνος που μπορεί να αποτρέψει τη σύγκρουση.
Το ρίσκο της απομόνωσης
Ωστόσο, η επιλογή να στρέψει το βάρος αποκλειστικά στην Κίνα κρύβει σοβαρούς κινδύνους. Το Πεκίνο δείχνει προετοιμασμένο, όχι μόνο σε επίπεδο ρητορικής αλλά και ουσίας. Οι αντίποινες ύψους 84% ήρθαν άμεσα, με τον πρόεδρο Σι να δηλώνει έτοιμος για «μάχη μέχρι τέλους». Ο δασμολογικός πόλεμος που ξεκινά να επικεντρώνεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, έχει ήδη προκαλέσει παγκόσμιο τριγμό.
Η προειδοποίηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για πιθανή μείωση του διμερούς εμπορίου κατά 80% δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία. Και αν η Κίνα επιλέξει να αντέξει μακροπρόθεσμα, ο Λευκός Οίκος ίσως διαπιστώσει ότι η μπλόφα του δεν ήταν αρκετά πειστική.
Η στάση της Ευρώπης
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση, χωρίς να εμφανιστεί ούτε υποχωρητική, ούτε προκλητική. Οι δασμοί που μειώνονται στο 10% προσφέρουν μια προσωρινή ανάσα, αλλά η Κομισιόν δεν σταματά τα αντίμετρα. Η πρώτη φάση τους ήδη υλοποιήθηκε με χτυπήματα σε προϊόντα-σύμβολα από πολιτείες των Ρεπουμπλικάνων, ενώ η δεύτερη –για τα αυτοκίνητα και άλλες στρατηγικές κατηγορίες– ετοιμάζεται για τις επόμενες ημέρες.
Η ΕΕ, όπως ξεκαθαρίζει, είναι έτοιμη να αναστείλει τα αντίμετρα, αλλά μόνο εφόσον ο Τραμπ κάνει το ίδιο. Η γραμμή δεν είναι αμυντική, είναι διαπραγματευτική.
Το αφήγημα του σωτήρα
Ο τελικός στόχος του Τραμπ είναι να επιστρέψει στο αφήγημα του απόλυτου διαπραγματευτή. Η παύση των δασμών έρχεται να στηρίξει την εικόνα του προέδρου που «ξέρει τι κάνει», όπως δηλώνει συνεχώς. Μόνο που αυτή η γραμμή φθείρεται κάθε φορά που η Wall Street καταρρέει και οι εταίροι του δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους αποδίδει.
Για την ώρα, η μπλόφα πέτυχε μια προσωρινή αποσυμπίεση. Αλλά όσο η Κίνα παραμένει σιωπηλά επιθετική και οι αγορές ευμετάβλητες, το πραγματικό ερώτημα είναι αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ακόμα χαρτιά ή απλώς προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Και ο χρόνος, στις αγορές όπως και στην πολιτική, κοστίζει ακριβά.