Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας εργαζόμενων έναντι εργοδοτών
Παρά την υποχρέωση εμπιστευτικότητας των εργαζόμενων έναντι των εργοδοτών τους – ένεκα της σύμβασης εργασίας και/ή των εσωτερικών κανονισμών – υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να αποκαλύψουν δημόσια εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες και να τύχουν προστασίας από ενδεχόμενα αντίποινα.
*Του Παναγιώτη Τσαγγάρη
Aπόφαση EΔΔΑ στην υπόθεση Aghajanyan κατά Αρμενίας
Στην υπόθεση Aghajanyan κατά Αρμενίας (Αρ. προσφυγής 41675/12), που δημοσιεύτηκε στις 8 Οκτωβρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η απόλυση εργαζόμενου λόγω δημόσιας αποκάλυψης πληροφοριών παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.
Συγκεκριμένα, ο Ishkhan Aghajanyan εργαζόταν ως ανώτερος ερευνητής στο Nairit που ήταν – πριν το κλείσιμο του το 2010 – το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής συνθετικού καουτσούκ της Αρμενίας, το οποίο ανήκε κατά πλειοψηφία σε ιδιωτική εταιρεία και σε ποσοστό 10% στο κράτος. Ανησυχώντας για τη διαχείριση χημικών αποβλήτων και γενικότερα τις ελλείψεις στην ασφάλεια του εργασιακού περιβάλλοντος, πρότεινε στη διοίκηση του εργοστασίου την εκτέλεση πειράματος για την ασφαλή διαχείριση επικίνδυνων χημικών αποβλήτων. Η εκτέλεση του πειράματος δεν έγινε με τον δέοντα τρόπο και η πρότασή του για επανάληψη απορρίφθηκε, ενώ δέχθηκε απειλές για απόλυση και υποβιβασμό. Στη συνέντευξη που παραχώρησε σε τοπική εφημερίδα αποκάλυψε τις ανησυχίες του για την ασφάλεια στο εργασιακό του περιβάλλον, επισημαίνοντας τις ανισότητες στους μισθούς μεταξύ των εργαζόμενων και της διοίκησης του εργοστασίου. Ως αποτέλεσμα της συνέντευξης, απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση λόγω ισχυριζόμενης παραβίασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας έναντι του εργοδότη και της πρόκλησης ζημιάς στη φήμη της επιχείρησης.
Διαμαρτυρόμενος για την απόλυσή του προσέφυγε στα εθνικά δικαστήρια της Αρμενίας, υποστηρίζοντας ότι δεν αποκάλυψε εμπορικά απόρρητα και πως η απόλυσή του ήταν αδικαιολόγητη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακύρωσε την απόλυση, αλλά η απόφαση ανατράπηκε σε δεύτερο βαθμό. Ακολούθως προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ») που προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τόνισε ότι η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται στις σχέσεις εργασίας ακόμη και όταν αυτές διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. To κράτος έχει θετική υποχρέωση να προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης έναντι παρεμβάσεων από τον εργοδότη. Ο εργοδότης ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η ρήτρα εμπιστευτικότητας στο συμβόλαιο εργασίας του και οι εσωτερικοί κανονισμοί απαγόρευαν στον εργαζόμενο να αποκαλύψει στοιχεία που αφορούσαν τους μισθούς των εργαζόμενων, καθώς και πληροφορίες που θεωρούντο εμπορικά απόρρητα και σχετίζονταν με επιστημονικές και τεχνολογικές δραστηριότητες του εργοστασίου.
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι αποκαλύψεις του εργαζόμενου αφορούσαν θέματα δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αξιολόγησαν επαρκώς την ακρίβεια των δηλώσεων, τα κίνητρα πίσω από τη συνέντευξη, τη δυνατότητα να εκφράσει τις ανησυχίες του στους ανώτερους του εντός της επιχείρησης, καθώς και τη σοβαρότητα της απόλυσης ως ποινή από τον εργοδότη για τη συνέντευξη που παραχώρησε. Η απόλυσή του, χωρίς να εξεταστούν τα στοιχεία αυτά, θεωρήθηκε δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης.
Η ανάγκη προστασίας των πληροφοριοδοτών
Αυτή η απόφαση αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των εργαζόμενων που αποκαλύπτουν θέματα δημοσίου συμφέροντος. Στη συγκεκριμένη υπόθεση που εξέτασε το ΕΔΔΑ, δεν υπήρχε στην εθνική έννομη τάξη νομοθεσία για την προστασία των πληροφοριοδοτών. Ο Ishkhan Aghajanyan επισήμανε ότι έδρασε ως πληροφοριοδότης, παρόλο που ο νόμος δεν παρείχε αποτελεσματική προστασία στους πληροφοριοδότες. Προς εναρμόνιση με τη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία 2019/1937 έχει τεθεί στην κυπριακή έννομη τάξη σε εφαρμογή ο νόμος 6(Ι)/2022 (εφεξής ο «Νόμος») για την προστασία των εργαζόμενων στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που προβαίνουν σε αποκάλυψη πληροφοριών που σχετίζονται με παραβάσεις του ενωσιακού και εθνικού δικαίου.
Πέραν της χρήσης διαύλων αναφοράς εντός εργασιακού χώρου και της εξωτερικής αναφοράς σε αρμόδιες αρχές, ο νόμος προστατεύει και στην περίπτωση δημόσιας αποκάλυψης παραβάσεων. Eντούτοις, η δημόσια αποκάλυψη είναι πιο περιορισμένη και υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις. Πρέπει να έχει προηγηθεί εσωτερική και εξωτερική ή μόνο εξωτερική αναφορά και να μην έχει αναληφθεί κάποια ενδεδειγμένη ενέργεια εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στον Νόμο (τρεις ή έξι μήνες), ή ο πληροφοριοδότης να έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι (α) η παραβίαση δυνατόν να συνιστά άμεσο ή έκδηλο κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον ή/και τη δημόσια υγεία ή (β) σε περίπτωση εξωτερικής αναφοράς υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παράβαση λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, όπως όταν αποδεικτικά στοιχεία δυνατόν να συγκαλυφθούν ή να καταστραφούν ή όταν αρχή δυνατό να βρίσκεται σε αθέμιτη σύμπραξη με τον υπαίτιο της παράβασης ή να είναι αναμεμειγμένη στην παράβαση.
Η αβεβαιότητα που υπάρχει
Παρόλο που η πρόθεση του νομοθέτη είναι να προστατεύσει τους πληροφοριοδότες και σε περιπτώσεις δημόσιας αποκάλυψης, η σχετική πρόνοια δημιουργεί αβεβαιότητα και αρκετά ζητήματα παραμένουν ανοικτά σε ερμηνεία, όπως το «βάσιμο» των λόγων και ο «άμεσος και έκδηλος κίνδυνος». Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο πώς τα δικαστήρια θα κρίνουν μια δημόσια αποκάλυψη που τεκμηριωμένα προκαλεί ζημιά στη φήμη μιας επιχείρησης, αλλά ταυτόχρονα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν η παροχή προστασίας είναι αβέβαιη, οι πληροφοριοδότες μπορεί να προτιμήσουν να αποφύγουν την αποκάλυψη πληροφοριών. Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο να δοθούν διευκρινίσεις στην ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του Νόμου, καθώς και στη συσχέτιση του με άλλους νόμους όπως τον νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και τον νόμο για την προστασία των εμπορικών απορρήτων. O «Oδηγός Προς Εργαζόμενους» που ετοιμάστηκε για την εφαρμογή του Νόμου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως σε συνεργασία με το Γραφείο της Επιτρόπου Νομοθεσίας -τον Φεβρουάριο του 2023- θα μπορούσε στην επόμενη έκδοση να διευκρινίσει τουλάχιστον κάποια από τα ζητήματα που προκύπτουν.
Η υιοθέτηση του Νόμου -όπως φανερώνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2024 για το κράτος δικαίου στην Κύπρο- συμβάλλει θετικά στην ενδυνάμωση του κράτους δικαίου. Ωστόσο, παρατηρείται συχνά έλλειψη πείρας, τεχνογνωσίας και ικανότητας των αρμόδιων αρχών, τόσο σε επίπεδο οικονομικών πόρων όσο και ανθρώπινου δυναμικού, όσον αφορά τη διερεύνηση των παραπόνων και την εν γένει εφαρμογή του Νόμου. Στον χώρο του εργατικού δικαίου, η απόφαση του ΕΔΔΑ είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς υπογραμμίζει ότι η υποχρέωση εμπιστευτικότητας προς τον εργοδότη δεν υπερισχύει απαραίτητα έναντι σκοπών δημοσίου συμφέροντος, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζόμενων. Απεναντίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προβαίνουν σε προσεκτική στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας που δεσμεύει τον εργαζόμενο έναντι του εργοδότη του.. Είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας να ενισχυθεί και να εδραιωθεί το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των πληροφοριοδοτών για να ενθαρρύνει τις αποκαλύψεις πληροφοριών που σχετίζονται με παραβάσεις εκ μέρους των εργοδοτών, ιδιαίτερα σε ευαίσθητα θέματα δημοσίου συμφέροντος.

*Ο Παναγιώτης Τσαγγάρης είναι Senior Associate στη δικηγορική εταιρεία Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.