Το σχέδιο φορολογικού μετασχηματισμού που παρουσιάστηκε στο Προεδρικό, με τις ευλογίες του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, έρχεται με μια δέσμη αλλαγών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ο πιο τολμηρός ανασχεδιασμός του φορολογικού συστήματος των τελευταίων δεκαετιών. Όπως κάθε τέτοια πρωτοβουλία, έχει τους νικητές και τους ηττημένους της, ενώ το τελικό ερώτημα θα είναι εάν το δημοσιονομικό ισοζύγιο αντέχει την αλλαγή ή εάν θα οδηγηθούμε σε άλλες, λιγότερο ευχάριστες διορθώσεις στο μέλλον.
Η αύξηση του αφορολόγητου στις €20.500 και η μεταφορά του ανώτατου φορολογικού συντελεστή 35% για εισοδήματα άνω των €80.000 αποτελούν άμεση φορολογική ελάφρυνση για ένα μεγάλο κομμάτι εργαζομένων. Για το «τυπικό νοικοκυριό της μεσαίας τάξης», η μείωση του φορολογικού βάρους από 63% έως 82% ακούγεται σχεδόν σαν λοταρία. Και βέβαια, αν είσαι μονογονέας ή οικογένεια με παιδιά, τότε το κράτος αποφάσισε πως είσαι φορολογικά «ιερή αγελάδα» και δεν θα πληρώνεις φόρο.
Είναι μια λογική κοινωνικής πολιτικής που μοιάζει με φορολογική προσαρμογή στη νέα δημογραφική πραγματικότητα της Κύπρου. Η υπογεννητικότητα, το υψηλό κόστος διαβίωσης και η δυσκολία εξασφάλισης αξιοπρεπούς εισοδήματος σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο έκαναν αυτή τη μεταρρύθμιση όχι απλώς επιθυμητή, αλλά μάλλον αναπόφευκτη.
Από την άλλη, η αύξηση του εταιρικού φόρου στο 15% και η γενναιόδωρη απαλλαγή για τα αδιανέμητα κέρδη στέλνουν ένα μικτό μήνυμα προς τον επιχειρηματικό κόσμο. Αν έχεις εταιρεία και κρατάς τα κέρδη μέσα στην επιχείρησή σου, το κράτος σου δίνει πράσινο φως να επενδύσεις χωρίς φορολογική επιβάρυνση. Αν όμως θέλεις να διανείμεις μέρισμα, ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται από 17% σε 5%.
Αυτό σημαίνει πως μια εταιρεία που θέλει να επεκταθεί θα έχει σημαντικό φορολογικό κίνητρο να το κάνει, ενώ οι μέτοχοι που επιθυμούν να καρπωθούν τα κέρδη τους θα χαίρονται με τον μειωμένο φόρο. Ωστόσο, αν κάποιος αναλογιστεί το δημοσιονομικό κόστος της μείωσης της αμυντικής εισφοράς – που υπολογίζεται στα €230-300 εκατ. – εύκολα μπορεί να αναρωτηθεί: πώς θα καλυφθεί αυτή η τρύπα στα δημόσια οικονομικά;
Το συνολικό κόστος των φοροελαφρύνσεων φτάνει τα €450-470 εκατ., ενώ τα μέτρα αύξησης εσόδων – μέσω του εταιρικού φόρου, άλλων δυνητικών φορολογιών και επιστροφής ΦΠΑ – ανέρχονται στα €350-470 εκατ. Αν όλα πάνε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, το δημοσιονομικό κόστος μπορεί να ισοσκελιστεί. Αν όμως η οικονομία δεν ανταποκριθεί όπως προβλέπεται ή αν οι φορολογικές εισπράξεις δεν φτάσουν τα προσδοκώμενα επίπεδα, τότε ίσως η κυβέρνηση κληθεί να λάβει διορθωτικά μέτρα – και αυτά συνήθως δεν είναι ευχάριστα.
Ο Υπουργός Οικονομικών διαβεβαιώνει πως έχουν γίνει περισσότερες από 50 συναντήσεις με κοινωνικούς εταίρους, επαγγελματικά σώματα και πολιτικά κόμματα, ενώ ελήφθησαν υπόψη και γραπτές εισηγήσεις από πολίτες. Είναι θετικό ότι υπάρχει διάλογος, αλλά το ερώτημα είναι αν αυτές οι διαβουλεύσεις θα μετουσιωθούν σε ένα φορολογικό σύστημα που δεν θα επιβαρύνει τη μία ή την άλλη κοινωνική τάξη δυσανάλογα.
Αν η οικονομία συνεχίσει την ανοδική της πορεία, το σχέδιο μπορεί να πετύχει την αναδιανομή που υπόσχεται, ενισχύοντας την κατανάλωση και την επενδυτική δραστηριότητα. Αν όμως υπάρξουν οικονομικές αναταράξεις, τότε το κράτος θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα είτε να περικόψει δαπάνες είτε να βρει νέους τρόπους αύξησης των εσόδων του – και οι έκτακτοι φόροι δεν είναι ποτέ δημοφιλείς.
Η φορολογική μεταρρύθμιση, λοιπόν, είναι μια γενναία κίνηση με σωστή στόχευση, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν πρόκειται για μια καλά μελετημένη στρατηγική ή ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα. Για την ώρα, η κυβέρνηση μοιάζει να ποντάρει όλα της τα χαρτιά στο γεγονός ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Ελπίζουμε πως οι παίκτες στο τραπέζι – επιχειρήσεις, εργαζόμενοι και κράτος – θα βγουν κερδισμένοι, και όχι με ένα… χαρτί χωρίς αξία στο χέρι.