Ρευστές και εύθραστες εκτιμάται ότι θα είναι οι προοπτικές σε ότι αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ευρωζώνη και ο λόγος είναι γιατί το πεδίο για οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς κλυδωνισμούς είναι ευρύ, σε ένα περιβάλλον αυξημένης γεωπολιτικής και παγκόσμιας πολιτικής αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με την Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μαΐου 2024 της ΕΚΤ, οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν ευάλωτες σε περαιτέρω δυσμενείς κραδασμούς.
Οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ενίσχυσαν την αισιοδοξία στις εκτιμήσεις κινδύνου των επενδυτών, το κλίμα θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα, υποδεικνύεται.
Για παράδειγμα, αναφέρεται, η οξεία γεωπολιτική πίεση θα μπορούσε να πυροδοτήσει αστάθεια, δημιουργώντας τη δυνατότητα για αντιδράσεις μεγάλων αγορών που θα μπορούσαν να ενισχυθούν από μη τράπεζες με διαρθρωτικές αδυναμίες ρευστότητας.
«Οι αυστηρές οικονομικές συνθήκες συνεχίζουν να δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα μιας ομάδας ευάλωτων νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ. Συνολικά, οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων της ευρωζώνης έχουν μειωθεί κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, γεγονός που συμβάλλει στην άμβλυνση των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα του χρέους», σημειώνεται.
Ευάλωτα και τα δημόσια οικονομικά
Τα δημόσια οικονομικά παραμένουν ευάλωτα σε δυσμενείς κραδασμούς.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται σε όλους τους οικονομικούς τομείς στο μέλλον, καθώς οι λήγουσες υποχρεώσεις συνεχίζουν να ανατιμώνται με τα επικρατούντα, σημαντικά υψηλότερα επιτόκια.
Σύμφωνα με τις αναφορές της ΕΚΤ, οι τράπεζες της ευρωζώνη παρέμειναν ανθεκτικές, αλλά οι χαμηλές τραπεζικές αποτιμήσεις δείχνουν ότι οι επενδυτές ανησυχούν για τη διάρκεια της κερδοφορίας των τραπεζών.
Αναφέρεται ότι οι προκλήσεις για τις τράπεζες της ευρωζώνης μπορεί να προκύψουν από τρεις πηγές.
Πρώτον, σημειώνεται ότι οι ανησυχίες για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αυξάνονται, δεδομένων των ενδείξεων αυξανόμενων ζημιών σε ορισμένα χαρτοφυλάκια δανείων που είναι πιο ευαίσθητα στις κυκλικές πτώσεις, ιδίως στα εμπορικά ακίνητα.
Δεύτερον, το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών φαίνεται ότι θα παραμείνει υψηλό, ακόμη και αν τα επιτόκια αρχίζουν να μειώνονται.
Και τρίτον, τα έσοδα των τραπεζών μπορεί να μειώνονται καθώς τα λειτουργικά έσοδα εξασθενούν λόγω της σταθερής αύξησης των δανείων και του χαμηλότερου εισοδήματος από δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου μακροπροληπτικού πλαισίου για τις μη τράπεζες και η πιο ολοκληρωμένη εποπτεία αυτών των οντοτήτων σε ολόκληρη την ΕΕ θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στον μετριασμό των κινδύνων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.