Ο Οίκος Αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση (IDR) της Ελληνικής Τράπεζας σε “BBB-” από “BB+”, με σταθερές προοπτικές και την αξιολόγηση βιωσιμότητας (VR) σε “bbb-” από “bb+”.
Σε ανακοίνωσή του αναφέρει ότι η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει κυρίως την αναβάθμιση της αξιολόγησης της κυπριακής οικονομίας σε ΒΒΒ+/θετικό και τη βελτιωμένη αξιολόγηση του κυπριακού επιχειρησιακού περιβάλλοντος. Όπως αναφέρει, η αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας στηρίχθηκε στη μείωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα και στην προσδοκία συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης, παράγοντες που σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης υποστηρίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου των κυπριακών τραπεζών, καθώς και στη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού τομέα.
Επιπλέον, αναφέρει ότι η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει, επίσης, το συνεχιζόμενο ρεκόρ υγιούς κερδοφορίας της Ελληνικής, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση κεφαλαίου, τη σταθερή ποιότητα του ενεργητικού μετά την ολοκλήρωση της εξυγίανσης των παλαιών ανοιγμάτων και την ανέξοδη χρηματοδότηση με βάση τις καταθέσεις.
Σημειώνει, ακόμα, ότι μετά την αύξηση της συμμετοχής της Eurobank στην Ελληνική, με ποσοστό 55,4% από τον Ιούνιο, δεν θεωρεί πλέον ότι η αξιολόγηση της Τράπεζας για κυβερνητική στήριξη είναι σχετική με την κάλυψη της, καθώς πιθανότερος πάροχος στήριξης της Ελληνικής είναι πια η Eurobank. Κατά συνέπεια, η Fitch έχει εκχωρήσει αξιολόγηση στήριξης των μετόχων με “bb-“.
Η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Ελληνικής, σύμφωνα με τον Fitch καθορίζεται από την αξιολόγηση βιωσιμότητας της (VR), η οποία, όπως αναφέρει, αντικατοπτρίζει την ισχυρή ανταγωνιστική της θέση ως δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στη μικρή κυπριακή αγορά, τη σταθερή χρηματοδότηση με βάση τις καταθέσεις και την ισχυρή ρευστότητα. Αντανακλά επίσης επαρκείς προοπτικές κερδοφορίας σε ένα θετικό περιβάλλον επιτοκίων, δείκτες εποπτικών κεφαλαίων άνω του μέσου όρου και διαχειρίσιμες μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού.
Ακόμα, σημειώνει ότι το επιχειρηματικό προφίλ της Ελληνικής χαρακτηρίζεται από παραδοσιακές εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες. Η διαφοροποίηση σε αμοιβές που δημιουργούνται από δραστηριότητες και ασφαλιστικές εργασίες είναι περιορισμένη, αλλά εκτιμάται ότι αυτό θα βελτιωθεί μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς των κυπριακών και ελληνικών δραστηριοτήτων της CNP Assurances SA το 1ο τρίμηνο του 2025. Σημειώνεται, ακόμα, ότι η Ελληνική Τράπεζα έχει ισχυρά μερίδια στην εγχώρια αγορά, ιδίως προς τα νοικοκυριά. Ωστόσο, το μικρό μέγεθος της Κύπρου περιορίζει τις ευκαιρίες ανάπτυξης.
Όσον αφορά την έκθεση της Τράπεζας σε Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, ο Fitch αναφέρει ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων βρισκόταν στο 2,5% στο τέλος Μαρτίου 2024 (εξαιρουμένων των MEX που είναι εγγυημένα από το σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων) και είναι πολύ χαμηλότερος από τα ιστορικά ψηλά, ενώ αναφέρει ότι αναμένει ότι θα παραμείνει κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο της Ελληνικής για 3% τα επόμενα δύο χρόνια, επίπεδο που συνάδει με τον μέσο όρο της Νότιας Ευρώπης.
Επίσης, αναφέρει ότι η αξιολόγηση για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων της Ελληνικής αντανακλά ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας είναι μετρητά και χρεόγραφα υψηλής ποιότητας, τα οποία είναι σημαντικά χαμηλότερου κινδύνου από το χαρτοφυλάκιο δανείων.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποβάθμιση στο μέλλον, μπορεί να προκύψουν αν το οικονομικό περιβάλλον στην Κύπρο επιδεινωθεί απότομα. Αυτό θα μπορούσε να προκληθεί από μια απροσδόκητη ύφεση της εγχώριας οικονομίας και μια απότομη αύξηση της ανεργίας χωρίς προοπτικές ανάκαμψης βραχυπρόθεσμα, οδηγώντας σε σημαντική επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών και μειωμένες επιχειρηματικές ευκαιρίες για τις τράπεζες.
Επιπλέον, πιθανή υποβάθμιση θα μπορούσε να προκύψει αν αναμενόταν ότι ο δείκτης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού της Ελληνικής (ο οποίος περιλαμβάνει τα ΜΕΔ και τα κατασχεθέντα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, αλλά δεν περιλαμβάνει τα ΜΕΔ που είναι εγγυημένα από το κράτος) θα αυξανόταν πάνω από 6% για παρατεταμένη περίοδο και ο δείκτης CET1 θα έπεφτε κάτω από το 15%, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η επιβάρυνση του κεφαλαίου CET1 από τα μη αποθεματοποιημένα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού.
Από την άλλη, σημειώνει ότι μια νέα θετική αξιολόγηση είναι απίθανη, εκτός εάν υπάρξουν περαιτέρω βελτιώσεις στο κυπριακό λειτουργικό περιβάλλον. Όπως αναφέρει, αυτό θα απαιτούσε οι επιχειρηματικές ευκαιρίες της τράπεζας να υπερβούν τις τρέχουσες προσδοκίες, μέσω της διαρθρωτικά ισχυρότερης ζήτησης πιστώσεων και της διείσδυσης των προϊόντων διαχείρισης πλούτου και των ασφαλιστικών προϊόντων.
Μια αναβάθμιση θα απαιτούσε επίσης αποδείξεις ενός ισχυρότερου επιχειρηματικού προφίλ, ο δείκτης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να πέσει κάτω από το 3% και ο δείκτης CET1 να παραμείνει πάνω από το 15%. Μια αναβάθμιση θα απαιτούσε, ακόμα, ένα ιστορικό σταθερής διακυβέρνησης κινδύνων, σταθερή χρηματοδότηση και συνεχή συμμόρφωση με το MREL.