Του Σωκράτη Ιωακείμ
Η πρόσφατη καθοδική επίσκεψη τεχνολογικών κολοσσών στην Κύπρο, όπως η Amazon, η Plug and Play, η Tenstorrent, η Microsoft και η Google, γεννά εύλογες προσδοκίες και ενθουσιασμό για το μέλλον της χώρας ως κόμβου καινοτομίας και τεχνολογικών επενδύσεων. Οι ημερομηνίες των επισκέψεων, σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα, δεν είναι τυχαίες. Αντίθετα, αντανακλούν τη συντονισμένη προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να προσελκύσει στρατηγικούς εταίρους που μπορούν να ενισχύσουν τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα πιο βιώσιμο και ανταγωνιστικό ψηφιακό μοντέλο. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, δήλωσε ότι η πατρίδα μας αναδεικνύεται ως προορισμός επενδύσεων στον τομέα της τεχνολογίας. Ωστόσο, η νηφαλιότητα είναι απαραίτητη όταν προσπαθούμε να αποτιμήσουμε τη σημασία αυτών των επισκέψεων και τις προοπτικές που διανοίγονται, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις προκλήσεις και τις ενδεχόμενες παγίδες.
Είναι αναμφίβολα θετικό ότι η Κύπρος φιγουράρει πλέον στο ραντάρ τεχνολογικών επιχειρηματικών σχημάτων. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας, η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου, η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αγγλόφωνη αγορά εργασίας και οι φορολογικές ελαφρύνσεις αποτελούν θεμελιώδη ελκυστικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η Κύπρος επιδιώκει συστηματικά την ενίσχυση της τεχνολογικής της υποδομής και την ανάδειξη του τομέα των υπηρεσιών πληροφορικής ως πυλώνα της νέας οικονομίας. Η παρουσία της Amazon, ακόμη και αν περιορίστηκε σε διερευνητικού χαρακτήρα επισκέψεις, έχει τη συμβολική αξία ενός “seal of approval” που ενδέχεται να παρακινήσει και άλλους παίκτες του οικοσυστήματος να εξετάσουν την Κύπρο ως βάση ή συνεργατικό κόμβο. Παρόμοια ισχύουν και για τη Plug and Play, έναν επιταχυντή παγκόσμιας εμβέλειας, του οποίου η ενεργή εμπλοκή θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην ώσμωση μεταξύ κυπριακών νεοφυών επιχειρήσεων και διεθνών επενδυτών.
Οι ευκαιρίες είναι υπαρκτές και ποικίλες. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κυπριακού τεχνολογικού τομέα μπορεί να προκύψει όχι μόνο από την άμεση παρουσία αυτών των εταιρειών στο νησί αλλά και από τη διασύνδεση με διεθνή δίκτυα και οικοσυστήματα καινοτομίας. Η δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, η αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, η ενίσχυση των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων και η μεταφορά τεχνογνωσίας είναι μερικές από τις παράπλευρες απολαβές μιας στρατηγικής προσέλκυσης τέτοιων κολοσσών. Ταυτόχρονα, η Κύπρος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «δοκιμαστικό εργαστήριο» για καινοτόμες τεχνολογίες σε μικρή κλίμακα, χάρη στο μέγεθός της και στην ευκολία λήψης αποφάσεων.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός οφείλει να συνυπάρχει με ρεαλισμό. Πρώτα απ’ όλα, οι επισκέψεις αυτές, όσο εντυπωσιακές και αν είναι επικοινωνιακά, δεν αποτελούν επενδύσεις καθεαυτές. Δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες δεσμεύσεις, οικονομικά μεγέθη ή σαφή χρονοδιαγράμματα. Ελλείψει ανακοινώσεων για την εγκατάσταση γραφείων, κέντρων έρευνας και ανάπτυξης ή σημαντικών συνεργειών με τοπικούς φορείς, οι προσδοκίες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό θεωρητικές. Η πολιτική βούληση υπάρχει, όμως η εμπειρία έχει δείξει ότι η μετατροπή της σε απτό αποτέλεσμα προϋποθέτει συνέπεια, προετοιμασία, θεσμική συνέχεια και ικανότητα υλοποίησης.
Επιπλέον, η υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογική υπεροχή και τα οφέλη των πολυεθνικών ενδέχεται να αποπροσανατολίσει την Κύπρο από το να χτίσει ένα γηγενές και ανθεκτικό οικοσύστημα καινοτομίας. Η προσέλκυση εταιρειών τεχνολογίας είναι μεν χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δημιουργία μιας κουλτούρας επιχειρηματικής δημιουργικότητας και τεχνολογικής αυτάρκειας που να στηρίζεται στους ίδιους τους Κύπριους επιχειρηματίες, ερευνητές και επιστήμονες. Χωρίς αυτή τη βάση, ο κίνδυνος η Κύπρος να παραμείνει κομπάρσος στο παγκόσμιο τεχνολογικό γίγνεσθαι, απλώς φιλοξενώντας back offices ή call centers, είναι υπαρκτός.
Εξίσου σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι οι πιθανές επενδύσεις δεν θα επιφέρουν ανισότητες ή μεταλλάξεις στον κοινωνικό ιστό. Η πίεση για στέγη, η άνοδος του κόστους ζωής και η συγκέντρωση υπεραξίας σε λίγες περιοχές είναι φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες μικρές χώρες που προσέλκυσαν τεχνολογικές επενδύσεις χωρίς στρατηγική κοινωνικής ενσωμάτωσης. Οι θεσμοί, από την εκπαίδευση μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να υποδεχτούν τις αλλαγές που προϋποθέτει η τεχνολογική μετάβαση.
Η καθοδική πορεία πολυεθνικών στην Κύπρο είναι μεν ένα βήμα προόδου, αλλά δεν αποτελεί από μόνη της μεταρρύθμιση. Ο δρόμος προς την εδραίωση της Κύπρου ως σοβαρού τεχνολογικού παίκτη είναι μακρύς και απαιτεί σταθερή στόχευση, θεσμική συνέπεια και συλλογική προσπάθεια. Το καλάθι των προσδοκιών πρέπει να είναι ανάλογο με την πραγματικότητα: ούτε άδειο, ούτε υπερπλήρες. Κυρίως όμως, πρέπει να στηρίζεται σε εγχώρια θεμέλια που να διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε συνεργασία με διεθνείς κολοσσούς θα λειτουργεί προς όφελος της κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας.