Οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες ανακοίνωσαν αποτελέσματα την Τρίτη που ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις, καθώς τα στελέχη τους αναφέρθηκαν στην ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας και σημείωσαν πως οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται στην αβεβαιότητα που προκαλούν οι δασμοί.
Στελέχη της JPMorgan Chase και της Citigroup περιέγραψαν τους Αμερικανούς καταναλωτές ως θεμελιωδώς υγιείς, παρά τους συνεχιζόμενους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές. Και οι δύο τράπεζες πλέον βλέπουν μειωμένο κίνδυνο ύφεσης σε σύγκριση με τον Απρίλιο, όταν είχαν ανακοινώσει τα προηγούμενα αποτελέσματα.
Ανώτατα στελέχη των τραπεζών ανέφεραν επίσης πως οι πελάτες τους εμφανίζονται λιγότερο ταραγμένοι από τις συνεχείς αλλαγές στην εμπορική πολιτική του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, σε σχέση με τον Απρίλιο, όταν οι χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν σε αναταραχή.
Μόνο την τελευταία εβδομάδα, ο Τραμπ απείλησε με επιβολή υψηλών δασμών σε περίπου είκοσι χώρες και έκανε λόγο για νέους φόρους στον χαλκό και τα φαρμακευτικά προϊόντα — ανακοινώσεις για τις οποίες πολλοί αναλυτές της αγοράς παραμένουν επιφυλακτικοί σχετικά με το αν τελικά θα υλοποιηθούν, δεδομένων των προηγούμενων αναδιπλώσεων του Προέδρου στο θέμα των δασμών.
Στην JPMorgan, τα καθαρά κέρδη για το δεύτερο τρίμηνο ανήλθαν σε 15 δισ. δολάρια, μειωμένα κατά 17% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, όταν τα αποτελέσματα είχαν ενισχυθεί από ένα έκτακτο λογιστικό όφελος.
Ωστόσο, αυτό μεταφράστηκε σε κέρδη $4,96 ανά μετοχή, σε σύγκριση με $4,49 που προέβλεπαν οι αναλυτές, λόγω υψηλότερων κερδών από επιμέρους τομείς δραστηριότητας.
Τα έσοδα ανήλθαν σε 44,9 δισ. δολάρια, μειωμένα κατά 11% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Στη Citigroup, τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 4 δισ. δολάρια, αυξημένα κατά 25% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ενώ τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 8% στα 21,7 δισ. δολάρια. Τα κέρδη ενισχύθηκαν από την άνοδο στα έσοδα των αγορών και τις αμοιβές επενδυτικής τραπεζικής, μεταξύ άλλων παραγόντων.
Οι μετοχές της JPMorgan παρέμειναν αμετάβλητες το πρωί της Τρίτης, ενώ της Citigroup ενισχύθηκαν κατά 2,1%.