Η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας έχει περάσει μέσα από τα πρόσφατα “σοκ” σε απροσδόκητα καλή κατάσταση, βοηθούμενη από ένα μείγμα παγκόσμιων “ούριων ανέμων” και εγχώριων δυνατών στοιχείων αλλά χρειάζεται προσοχή, δήλωσε η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Μιλώντας στο ετήσιο Συμπόσιο Οικονομικής Πολιτικής «Οι πολιτικές επιπτώσεις της μετάβασης στην αγορά εργασίας» που διοργανώθηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Κάνσας Σίτι των ΗΠΑ, η κ. Λαγκάρντ τόνισε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν υποθέτουμε ότι αυτός “ο μοναδικός αστερισμός δυνάμεων” θα διαρκέσει.
“Κατανοώντας τις πηγές της πρόσφατης ανθεκτικότητας, μπορούμε να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για το επόμενο σοκ, ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να πάρει”, σημείωσε.
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι στις χώρες της ζώνης του ευρώ όπου παραμένει σε ισχύ η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, η μείωση των πραγματικών μισθών ήταν πιο περιορισμένη και η σύνδεση μεταξύ παραγωγής και απασχόλησης ήταν σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι για το σύνολο της ζώνης του ευρώ.
Ωστόσο, πρόσθεσε, η αύξηση της απασχόλησης στη ζώνη του ευρώ συνοδεύτηκε από μείωση του μέσου όρου των ωρών εργασίας παραμένοντας 1% κάτω από το επίπεδο πριν από την πανδημία, που ισοδυναμεί με περίπου τέσσερις ώρες λιγότερες ανά εργαζόμενο ανά τρίμηνο ή μείωση της εισροής εργασίας κατά περίπου 1,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Η κ. Λαγκάρντ είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας της ότι η ικανότητα της Ευρώπης να επεκτείνει την προσφορά εργασίας της είναι ήδη περιορισμένη, προσθέτοντας ότι μέχρι το 2040, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά περίπου 3,4 εκατομμύρια.
“Από το 2002, ο αριθμός των ατόμων άνω των 60 ετών έχει αυξηθεί κατά 28 εκατομμύρια, ενώ αυτός των ατόμων ηλικίας 15-60 ετών έχει μειωθεί κατά 2,4 εκατομμύρια και των ατόμων κάτω των 14 ετών κατά 2,8 εκατομμύρια”, ανέφερε.
Ωστόσο, είπε η Πρόεδρος της ΕΚΤ, μετά από μια σύντομη πτώση κατά τη διάρκεια των lockdown, το εργατικό δυναμικό επέστρεψε στο προ-πανδημίας επίπεδό του μέχρι το τέλος του 2021 και έκτοτε έχει αυξηθεί κατά περίπου έξι εκατομμύρια άτομα.
“Η ανάλυση της ΕΚΤ υποδηλώνει ότι χωρίς τη μετατόπιση της σύνθεσης προς τους ηλικιωμένους εργαζόμενους – οι οποίοι συχνά εισέρχονται απευθείας στην αγορά εργασίας στην απασχόληση – το ποσοστό ανεργίας σήμερα θα ήταν περίπου 6,6% αντί για 6,3%”, πρόσθεσε.
Αναφέρθηκε και στη συμβολή του ποσοστού συμμετοχής των αλλοδαπών εργαζομένων σημειώνοντας ότι παρόλο που αντιπροσώπευαν μόνο περίπου το 9% του συνολικού εργατικού δυναμικού το 2022, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι αντιπροσώπευαν το ήμισυ της αύξησής του τα τελευταία τρία χρόνια.
“Χωρίς αυτή τη συμβολή, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας θα μπορούσαν να είναι πιο αυστηρές”, τόνισε.