Σε ένα μικρό χωριό της Κύπρου, ζούσε ένας άντρας με το όνομα Αντρέας. Ο Αντρέας είχε μια πολύ ξεχωριστή συνήθεια που τον έκανε διάσημο σε όλη την επαρχία. Όχι επειδή ήταν ο καλύτερος γεωργός ή ο πιο γοητευτικός χορευτής στο τοπικό πανηγύρι, αλλά επειδή ήταν ο άρχοντας των ανώνυμων κριτικών.
Ο Αντρέας ήταν ένας άνθρωπος με πάθος για το καλό φαγητό και την άψογη εξυπηρέτηση. Αλλά υπήρχε κάτι που τον ενοχλούσε: το γεγονός ότι δεν ήταν όλα τα μαγαζιά τόσο τέλεια όσο τα ήθελε. Έτσι, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Κάθε φορά που πήγαινε σε ένα μαγαζί που δεν ανταποκρινόταν στις υψηλές του προσδοκίες, έγραφε μια ανώνυμη κριτική στο τοπικό γκρουπ του Facebook “Πήγαμε και δεν μας άρεσε”. Και πίστεψέ με, πήγαινε σε ΠΟΛΛΑ μαγαζιά!
Τις Παρασκευές, αφού είχε τελειώσει με τη δουλειά στα χωράφια, έβαζε το καλό του πουκάμισο, έπαιρνε τη γυναίκα του τη Μαρία, και ξεκινούσαν για την πόλη. Πρώτος σταθμός ήταν πάντα η καφετέρια “Γωνιά του Καφέ”. Ένας υπέροχος χώρος με παλιά τραπέζια και αναπαυτικές πολυθρόνες, αλλά, για κάποιον λόγο, ο Αντρέας δεν είχε ποτέ ικανοποιηθεί από τον καφέ τους.
«Μαρία, αυτός ο καφές έχει περισσότερα κατακάθια κι από τον πυθμένα της Μεσογείου!» έλεγε.
Με το που έφευγαν από την καφετέρια, ο Αντρέας δεν χρειαζόταν καν να σκεφτεί πολύ. Ήξερε ακριβώς τι θα γράψει: “Πήγαμε στη Γωνιά του Καφέ και ο καφές ήταν σαν λάσπη. Μας σερβίρισαν νερό, αλλά ούτε αυτό κατάφερε να ξεπλύνει την πικράδα από το στόμα μας. Δεν θα ξαναπάμε ποτέ.”
Και δεν σταματούσε εκεί. Όσο προχωρούσε η νύχτα, τόσο περισσότερο ξεδιπλωνόταν το ταλέντο του στις κριτικές. Στο εστιατόριο “Ο Πλάτανος”, ο Αντρέας δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι το χαλούμι δεν ήταν τόσο ψημένο όσο θα έπρεπε.
«Μαρία, αυτό το χαλούμι δεν έσπασε ούτε το δόντι μου!» μουρμούριζε.
Και πάλι, μετά το γεύμα, έγραφε: “Πήγαμε στον Πλάτανο και το χαλούμι ήταν σαν λαστιχάκι. Το μόνο που άξιζε ήταν το ψωμί, αλλά δυστυχώς δεν πήγαμε σε φούρνο! Δεν συστήνουμε.”
Η Μαρία τον κοιτούσε συχνά με απορία και λίγο ανησυχία. «Αντρέα μου, μήπως το παρακάνεις λίγο;» τον ρωτούσε.
«Όχι, Μαρία, κάποιος πρέπει να τους ανοίξει τα μάτια!» απαντούσε εκείνος με απόλυτη βεβαιότητα.
Όμως, ο Αντρέας δεν σταματούσε στα φαγητά και τα ποτά. Είχε πάντα κάτι να πει για την εξυπηρέτηση, τη διακόσμηση, ακόμα και για τα λουλούδια στα βάζα. Μια φορά, σε ένα ξενοδοχείο, διαμαρτυρήθηκε για τη μυρωδιά του αέρα!
«Αυτός ο αέρας έχει κάτι… παράξενο. Μυρίζει σαν να έχει περάσει από τα σκουπίδια πριν φτάσει σε εμάς,» είπε στη Μαρία.
Φυσικά, δεν έχασε την ευκαιρία να το γράψει: “Πήγαμε στο Ξενοδοχείο του Ήλιου και ο αέρας μύριζε σαν χαλασμένο ψάρι. Δεν θα επιστρέψουμε ποτέ. Καμία προσοχή στη λεπτομέρεια.”
Οι μαγαζάτορες άρχισαν να ανησυχούν για τις κριτικές στο γκρουπ. “Ποιος είναι αυτός ο ανώνυμος που μας καταστρέφει την πελατεία;” αναρωτιόνταν όλοι. Ένας ένας, προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους, αλλά τίποτα δεν ήταν αρκετά καλό για τον Αντρέα. Η “Κόρη της Ταβέρνας” έβαλε νέο χαλί, το “Περίπτερο της Λαϊκής” προσέλαβε νέο μάγειρα, αλλά ο Αντρέας συνέχισε ακάθεκτος.
Μια μέρα, όμως, ο Αντρέας ξύπνησε με μια παράξενη ιδέα. “Τι θα γινόταν αν έγραφα και μια καλή κριτική, για να μπερδέψω λίγο τους μαγαζάτορες;” Και έτσι, αποφάσισε να δοκιμάσει. Πήγε στο αγαπημένο του καφενείο και έγραψε: “Πήγαμε στο Καφενείο του Μήτσου, και ο καφές ήταν τόσο καλός που έπεσα από την καρέκλα από την έκπληξη. Συνιστούμε ανεπιφύλακτα!”
Το αποτέλεσμα; Ο Μήτσος, ο ιδιοκτήτης, πήρε τέτοια χαρά που κέρασε τον Αντρέα κι άλλη μία κούπα καφέ. Ο Αντρέας κατάλαβε ότι οι κακές κριτικές ήταν διασκεδαστικές, αλλά οι καλές κριτικές έφερναν πιο πολλές κούπες καφέ. Και έτσι, αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική.
Από τότε, ο Αντρέας άρχισε να γράφει μόνο καλές κριτικές και σύντομα έγινε ο ήρωας του χωριού. Οι μαγαζάτορες τον αγαπούσαν, και ο Αντρέας είχε πάντα έναν καφέ στο χέρι. Και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!