Ως Despina Children’s Diabetes Foundation, νιώθουμε την υποχρέωση να υψώσουμε τη φωνή μας απέναντι σε μια διαδικασία που απειλεί να επιβάλει οικονομική επιβάρυνση περιορίζοντας την πρόσβαση των ασθενών με διαβήτη σε απαραίτητες τεχνολογίες που κρατούν την υγεία και τη ζωή τους ασφαλή.
Τα συστήματα συνεχούς παρακολούθησης γλυκόζης (CGM) αποτελούν πολύ περισσότερα από μια ιατροτεχνολογική συσκευή. Είναι ο «φύλακας άγγελος» που ξυπνά τους γονείς τη νύχτα όταν το παιδί τους κινδυνεύει από υπογλυκαιμία. Είναι το εργαλείο που δίνει σε ένα παιδί τη δυνατότητα να πάει στο σχολείο με σιγουριά, σε έναν έφηβο να αθληθεί χωρίς φόβο, σε έναν γονιό την ανακούφιση ότι το παιδί του μπορεί να ζήσει μια ζωή πιο κοντά στη φυσιολογική, χωρίς δεκάδες καθημερινά τρυπήματα δαχτύλου.
H επιβολή οικονομικής συνεισφοράς στους ασθενείς χωρίς όρια και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές διαφορές των Συστημάτων Συνεχούς Παρακολούθησης Γλυκόζης που έχουν όμως τεκμηριωμένη κλινική αξία, δεν είναι απλώς τεχνικά λάθος. Είναι τιμωρητικό.
Αναγκάζει τους ασθενείς να κάνουν επιλογές που δεν βασίζονται στις ανάγκες της υγείας τους, αλλά στις οικονομικές τους δυνατότητες. Και αυτό, για μια χρόνια πάθηση όπως ο διαβήτης, μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η ασφάλεια και η ποιότητα ζωής των παιδιών μας θα καθορίζεται από μια «δημοπρασία». Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι οικογένειες θα βρεθούν αντιμέτωπες με οικονομικά βάρη, μόνο και μόνο επειδή διεκδικούν την τεχνολογία που προσφέρει στο παιδί τους καλύτερη ρύθμιση και προστασία, και που σε άλλες χώρες όπως η Ελλάδα καλύπτονται δωρεάν με μηδενική οικονομική συνεισφορά!
Ένα παράδοξο στην αποζημίωση των Συστημάτων Συνεχούς Παρακολούθησης Γλυκόζης (CGM) από τον ΟΑΥ
Για παράδειγμα σήμερα, ο ΟΑΥ αποζημιώνει ήδη Σύστημα Συνεχούς Παρακολούθησης Γλυκόζης με ετήσιο κόστος που φτάνει κοντά στις 5.355 €, χωρίς καμία συμμετοχή των ασθενών (386,75 € μηνιαίο κόστος αισθητήρων και 714 € κόστος πομπού ετησίως).
Κι όμως, ο νέος διαγωνισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη καθορίζει για τα υπόλοιπα παρεμφερή προϊόντα ετήσιο κόστος μόλις 1.360 €, δηλαδή το 25% του ποσού που έχει ήδη εγκριθεί στο παρελθόν για παρόμοιο προϊόν.
Το πραγματικά παράδοξο είναι ότι, ενώ το νέο πλαίσιο προβλέπει οικονομική συμμετοχή των ασθενών χωρίς όριο για τα καινούρια Συστήματα CGM, τα προϊόντα αυτά δεν ξεπερνούν σε καμία περίπτωση το ανώτατο κόστος που ήδη καλύπτει και θα καλύπτει πλήρως ο ΟΑΥ για άλλα αντίστοιχα προϊόντα.
Με άλλα λόγια, οι ασθενείς καλούνται να πληρώσουν από την τσέπη τους για πιο οικονομικές λύσεις, τη στιγμή που ο ΟΑΥ έχει εγκρίνει στο παρελθόν αποζημίωση πολύ ακριβότερων τεχνολογιών χωρίς καμία συμμετοχή, η οποία θα ισχύει εις το εξής.
Το αποτέλεσμα; Ο ασθενής θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα: είτε να αρκεστεί στο φθηνότερο προϊόν, ακόμη κι αν δεν καλύπτει τις ανάγκες του, είτε να στραφεί σε πολλαπλάσια ακριβότερες λύσεις που αποζημιώνονται εντελώς δωρεάν και χωρίς οικονομική συνεισφορά από παλαιότερους διαγωνισμούς, προκαλώντας πρόσθετη δημοσιονομική επιβάρυνση, αποκλεισμένος ουσιαστικά από τις ενδιάμεσες δωρεάν επιλογές.
Η διεθνής πρακτική δείχνει τον σωστό δρόμο. Κάθε σύστημα πρέπει να αξιολογείται και να αποζημιώνεται με βάση την κλινική του αξία και τα χαρακτηριστικά του. Μόνο έτσι διασφαλίζεται ότι οι ασθενείς έχουν πραγματικά ισότιμη πρόσβαση στις κατάλληλες λύσεις για τις ανάγκες τους.
Καλούμε τον ΟΑΥ να ακούσει τη φωνή των ασθενών και των οικογενειών τους. Να επανεξετάσει τους όρους του διαγωνισμού και να προστατεύσει το δικαίωμα κάθε παιδιού και κάθε ενήλικα με διαβήτη στην ισότιμη και δωρεάν πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής, χωρίς οικονομική συνεισφορά όπως ισχύει στο σύγχρονο κόσμο.
Για εμάς, αυτό δεν είναι θέμα αριθμών. Είναι θέμα ζωής, αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης.
Γιατί κανένα παιδί με διαβήτη δεν πρέπει να νιώθει λιγότερο ασφαλές από ένα άλλο.