Η ΕΔΕΚ, ένα από τα ιστορικότερα κόμματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, διανύει σήμερα μια περίοδο βαθιάς πολιτικής αμφισβήτησης. Από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις μάχες για κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτικές ελευθερίες, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με την πρόκληση της πολιτικής επιβίωσης και ανανέωσης. Η παραίτηση του Μαρίνου Σιζόπουλου από την προεδρία του κόμματος και η προκήρυξη εκλογών για την 1η Ιουνίου αποτελούν την κορύφωση μιας πορείας έντονων εσωτερικών διεργασιών, οι οποίες, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες εξομάλυνσης, κατέληξαν σε βαθιά οργανωτική και πολιτική φθορά.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας αποτυπώνουν μια διαρκή στασιμότητα: από το 8,9% στις βουλευτικές εκλογές του 2011, στο 6,2% το 2016 και 6,0% το 2021. Η εικόνα αυτή δεν συνιστά εκλογική κατάρρευση, αλλά αντανακλά έναν προβληματικό σταθερό περιορισμό της απήχησης, που σταδιακά στένεψε τον ιδεολογικό και πολιτικό ορίζοντα του κόμματος. Η στασιμότητα αυτή μεταφράστηκε σε αδυναμία διεύρυνσης, σε μειωμένη απήχηση στους νέους και σε αποξένωση από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, με τα οποία η ΕΔΕΚ είχε ιστορικά δεσμούς.
Πίσω από τα ποσοστά κρύβονται σοβαρές εσωτερικές παθογένειες: διαρκείς έριδες, πολωτικά εσωκομματικά περιβάλλοντα, αποχωρήσεις ιστορικών στελεχών, αλλά και ένας λόγος που όλο και περισσότερο έμοιαζε αμυντικός και αποσπασματικός. Το κόμμα δεν κατάφερε να παράξει ένα σύγχρονο αφήγημα που να ενοποιεί τη σοσιαλδημοκρατική του κληρονομιά με τα αιτήματα της εποχής —από τη στέγαση και τα δικαιώματα της εργασίας, μέχρι την πράσινη μετάβαση και τις νέες μορφές κοινωνικής ανισότητας.
Η ιδεολογική παρακαταθήκη του Βάσου Λυσσαρίδη, που υπήρξε το ιδρυτικό θεμέλιο της ΕΔΕΚ, παραμένει έως σήμερα ισχυρή, αλλά η πολιτική της αξιοποίηση υπήρξε ανεπαρκής. Ο Λυσσαρίδης δεν θεμελίωσε απλώς ένα κόμμα· ενσάρκωσε έναν πολιτικό τρόπο, που συνδύαζε το πατριωτικό με το κοινωνικό, την αντίσταση με την προοδευτικότητα. Αυτή η σύνθεση δεν βρήκε σύγχρονη έκφραση τα τελευταία χρόνια, και το αποτέλεσμα ήταν ένα κόμμα που έμοιαζε να αναπαράγει τα εσωτερικά του αδιέξοδα αντί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας.
Η εσωτερική δημοκρατία, ο διάλογος και η θεσμική διαφάνεια υπήρξαν ζητούμενα που συχνά έμεναν στα λόγια. Η πολιτική δράση εγκλωβίστηκε σε προσωπικές στρατηγικές και η συλλογική έκφραση υποχώρησε. Η κοινωνία, εν τω μεταξύ, άλλαζε. Νέα πολιτικά σχήματα διεκδίκησαν επιτυχώς χώρο στο Κέντρο και την Κεντροαριστερά, ενώ η ΕΔΕΚ έμοιαζε να απαντά με εργαλεία του χθες.
Η εκλογική διαδικασία της 1ης Ιουνίου είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για την ΕΔΕΚ να ορίσει εκ νέου τον ρόλο της στο πολιτικό σύστημα. Αν εξελιχθεί σε μια αναμέτρηση κλειστών κύκλων, τότε η περαιτέρω συρρίκνωση μοιάζει αναπόφευκτη. Αν, όμως, αποτελέσει την αφετηρία για έναν ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό —οργανωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό— τότε το κόμμα μπορεί να αποκτήσει ξανά λόγο και παρουσία.
Η ΕΔΕΚ δεν είναι καταδικασμένη στη στασιμότητα. Η ιστορία της είναι γεμάτη στιγμές ρήξης και αναγέννησης. Όμως, για να ξαναμιλήσει στην κοινωνία, πρέπει πρώτα να ξαναμιλήσει με τον εαυτό της: με ειλικρίνεια, με τόλμη και με μια νέα γενιά ιδεών που να συνδέουν το όραμα της ισότητας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας με τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών σήμερα. Μόνο έτσι μπορεί να πάψει να είναι ένα κόμμα του παρελθόντος και να γίνει ξανά κόμμα του μέλλοντος.