του Ανδρέα Πασιουρτίδη*
Πέρασαν 51 χρόνια από εκείνο το φρικτό καλοκαίρι του 1974, όταν το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών και των ντόπιων συνεργατών της, της φασιστικής ΕΟΚΑ Β, άνοιγε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και την τραγωδία της Κύπρου.
Μια τραγωδία που συνεχίζει να πληγώνει τον τόπο μας και τους ανθρώπους του: νεκροί, πρόσφυγες, αγνοούμενοι, οικογένειες που ακόμη αναζητούν απαντήσεις, κατεχόμενα εδάφη, κατοχικά στρατεύματα. Μια πατρίδα μοιρασμένη στα δύο.
Η ιστορία δεν αλλάζει, μπορεί όμως να μας διδάξει. H αδιαλλαξία της σημερινής τουρκοκυπριακής ηγεσίας είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Πώς αλλιώς και πού αλλού όμως μπορεί να εκτεθεί και να καμφθεί εκτός από το τραπέζι του διαλόγου; Η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων δεν θα έρθει με συνθήματα, πατριωτικές κορώνες και μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις. Θα έλθει μόνο μέσα από τη διπλωματία και τη συμφωνημένη λύση.
Η απουσία διαπραγματευτικής διαδικασίας τα τελευταία οκτώ χρόνια σε καμία περίπτωση δεν λειτούργησε υπερ μας. Τα τετελεσμένα παγιώνονται, η κατοχή εδραιώνεται. Στις έρευνες κοινής γνώμης το Κυπριακό υποχωρεί ως θέμα προτεραιότητας για τους πολίτες.
Θα αποφύγω το κλισέ ότι η συγκυρία είναι κρίσιμη. Είναι όμως πρόδηλο πως πλησιάζουμε το τέλος της διαδρομής. Ας θυμηθούμε πως αντιδρούσαμε κάποτε όταν μας έλεγαν οι Τούρκοι πολιτικοί ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974. Όταν ο Ντενκτάς δήλωνε ότι το ψευδοκράτος κάποια μέρα θα αναγνωριστεί.
Χρειάζεται ειλικρίνεια, σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης, απόρροια προσπαθειών πέντε δεκαετιών είναι εκεί: Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, στη βάση των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για ένα κράτος με μια κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα.
Η κινητικότητα που παρατηρείται στο Κυπριακό, ακόμα κι αν είναι χαμηλών προσδοκιών, πρέπει να αξιοποιηθεί για να υπάρξει πρόοδος και να σπάσει η σημερινή στασιμότητα. Όση κι αν είναι η απογοήτευση σήμερα, δεν μπορεί να οδηγηθούμε στην παραίτηση και την εγκατάλειψη του στόχου για λύση του Κυπριακού. Η λύση δεν είναι μόνος χρέος προς τους ήρωες μας, προς τις γενιές που έφυγαν αδικαίωτες. Είναι ευθύνη προς τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές της Κύπρου, γιατί τυχόν οριστική διχοτόμηση του νησιού δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι θα «μείνουμε όπως είμαστε».
Διχοτόμηση σημαίνει νέος κύκλος έντασης, ανασφάλειας και στρατιωτικοποίησης στο νησί μας. Σημαίνει διαιώνιση της παρουσίας του τουρκικού στρατού, οριστική και αμετάκλητη απώλεια των περιουσιών των προσφύγων, τουρκοποίηση του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό θέλουμε; Αυτό είναι το τέλος της διαδρομής;
Για αυτό επιμένουμε στην ανάγκη για επανέναρξη των συνομιλιών από το σημείο που διακόπηκαν το 2017, εκεί που είχαμε βρεθεί πολύ κοντά στη λύση του Κυπριακού. Για αυτό επιμένουμε να διαφυλαχθούν όλες οι διαπραγματευτικές συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν και να συνεχιστεί η διαπραγμάτευση στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες για τα εκκρεμούντα ζητήματα που περιλαμβάνονται στο Πλαίσιο. Γιατί αυτός είναι ο πιο ρεαλιστικός τρόπος για να καταλήξουμε σε συμφωνία για λύση αρχών στο Κυπριακό.
Πενήντα-ένα χρόνια μετά, πρέπει να αποφασίσουμε: θα εγκλωβιστούμε εσαεί στις αναπαραστάσεις και τις σκιές του παρελθόντος, ή θα ανοίξουμε παράθυρο στην ελπίδα, διεκδικώντας ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές των Κυπρίων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων;
Πενήντα-ένα χρόνια μετά, ας μετατρέψουμε τη μνήμη σε πράξη ευθύνης. Ας μην επιτρέψουμε να αποτελέσει η θλιβερή αυτή επέτειος έναν ακόμη λιθαράκι στη διαρκή στασιμότητα. Λύση, συμφιλίωση και ειρήνη η μόνη επιλογή.