Η περασμένη εβδομάδα ήταν γεμάτη με σημαντικές αναλύσεις και συζητήσεις γύρω από τον αντίκτυπο των αμερικανικών προεδρικών εκλογών στη διεθνή σκηνή και την εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αυξανόμενη τάση πόλωσης της αμερικανικής κοινωνίας και το πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τη συνοχή και την πρόοδο της χώρας. Αναλύθηκαν επίσης οι επιπτώσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων στην παγκόσμια γεωπολιτική σταθερότητα και στη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγέτιδα δύναμη του ελεύθερου κόσμου.
Επιπρόσθετα, εξετάστηκε η πιθανή μελλοντική πολιτική των ΗΠΑ όσον αφορά το περιβάλλον και το διεθνές εμπόριο, ενώ την ίδια στιγμή σημείο έντονης συζήτησης αποτέλεσε ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Ο Τύπος της Δύσης
Το άρθρο «Επέστρεψε» της Washington Post, που δημοσιεύθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024, παρουσιάζει τις απόψεις δεκατριών αρθρογράφων σχετικά με την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και τις ανησυχίες τους για τη δεύτερη θητεία του. Ο David Ignatius ανησυχεί ότι ο Τραμπ θα υπονομεύσει τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες, θέτοντας σε κίνδυνο τα θεσμικά όργανα που προστατεύουν τη χώρα. Η Ruth Marcus εκφράζει φόβους για την ηθική κατεύθυνση της Αμερικής και ελπίζει ότι το Σύνταγμα θα αντέξει στις πιέσεις. Ο Perry Bacon Jr. φοβάται μαζικές απελάσεις και πιθανές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά σημειώνει ότι η χώρα ίσως δεν είναι τόσο συντηρητική όσο φαίνεται. Ο Ramesh Ponnuru τονίζει τη διάβρωση της πολιτικής κουλτούρας και την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Ο Matt Bai ανησυχεί για την άνοδο ενός νέου εθνικισμού που απειλεί την αμερικανική ιδέα, αλλά παράλληλα βλέπει σήμερα να ανοίγεται για την αριστερά μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού του αμερικανισμού. Η Megan McArdle βρίσκει πως η αυξημένη υποστήριξη μη λευκών ψηφοφόρων προς τον Τραμπ αποτελεί πηγή αισιοδοξίας καθώς μια μοιρασμένη ψήφος θα σήμαινε ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει την αναγκαία νομιμοποίησης σε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ο Eugene Robinson φοβάται τις διεθνείς συνέπειες της προεδρίας Τραμπ, αλλά ελπίζει ότι η αντιπολίτευση θα εμποδίσει τις πιο ακραίες πρωτοβουλίες του. Ο E.J. Dionne Jr. ανησυχεί για τις εσωτερικές διαιρέσεις, ενώ ο Jim Geraghty προβλέπει έναν πιο ακραίο Τραμπ παρά την αναμενόμενη ανασύνταξη των Δημοκρατικών. Ο Theodore R. Johnson εκφράζει τον φόβο ότι η πολιτική του νατιβισμού όπου τα συμφέροντα των ιθαγενών πολιτών μιας χώρας έχουν προτεραιότητα έναντι των συμφερόντων των μεταναστών θα αρχίσει να προσελκύει ένα πολυφυλετικό ακροατήριο, αλλά διατηρεί την αισιοδοξία του καθώς πιστεύει ότι η δημοκρατία θα αντέξει τις δοκιμασίες. Η Dana Milbank ανησυχεί για την άνοδο του αυταρχισμού παγκοσμίως, ενώ βρίσκει παρηγοριά στη συνεργασία με δημοκρατικούς συμμάχους. Ο León Krauze εξετάζει την υποστήριξη των Λατίνων προς τον Τραμπ ως έκφραση του φαινομένου του «καουδίγιο». Ενώ τέλος, η Karen Tumulty διατηρεί την πίστη της στις αυτοδιορθωτικές δυνάμεις της αμερικανικής δημοκρατίας παρά τις προκλήσεις.
Στις 7 Νοεμβρίου, ο Eduardo Graça, υπέγραψε το άρθρο γνώμης με τίτλο «Θριαμβευτική νίκη δίνει στον Τραμπ λευκή επιταγή να μεταμορφώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες» στη βραζιλιάνικη Globo. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο, το γεγονός πως ο 78χρονος Ντόναλντ Τραμπ, επανεξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ, λαμβάνοντας από τους ψηφοφόρους πλήρη εξουσιοδότηση να αλλάξει τη χώρα όπως αυτός επιθυμεί, πιθανόν να δρομολογήσει τεράστιες επιπτώσεις παγκοσμίως. Εκτός από τη νίκη του στο Εκλεκτορικό Κολέγιο με 295 ψήφους έναντι 226, πέτυχε διαφορά άνω των 4 εκατομμυρίων ψήφων από την Αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη τουλάχιστον 72 εκατομμυρίων Αμερικανών. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πέτυχε επίσης πλειοψηφία στη Γερουσία και είναι πολύ πιθανόν ότι θα συνεχίσει να ελέγχει τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η θριαμβευτική αυτή επιστροφή του Τραμπ συνοδεύεται από μια πολύ πιο αδύναμη αντιπολίτευση σε σύγκριση με το 2016. Ο Τραμπ δεν είναι πλέον ο αντισυστημικός υποψήφιος, αλλά ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης ενός από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Δύσης, το οποίο έχει μεταμορφωθεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, υποστήριξε ακραία μέτρα όπως η απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς άδεια παραμονής, η εκκαθάριση του δημόσιου τομέα από «ριζοσπάστες αριστερούς», η χρήση βίας κατά των «εσωτερικών εχθρών» και η χειραγώγηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σε διεθνές επίπεδο, ο Τραμπ προωθεί τον απομονωτισμό, δρομολογώντας την αποδέσμευση από την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας αλλά και την μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με την κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου στο Ισραήλ. Δείχνει περιφρόνηση για πολυμερείς θεσμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ, ενώ υποστηρίζει τον οικονομικό προστατευτισμό, με αυξημένους δασμούς σε προϊόντα από την Κίνα και το Μεξικό. Επιπλέον, αντιτίθεται αποφασιστικά στις παγκόσμιες προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, θέση αντίθετη με τα συμφέροντα πολλών χωρών.
Στο κύριο άρθρο «Η άποψη των Times για τις εκλογές των ΗΠΑ: Ο Θρίαμβος του Τραμπ», που δημοσιεύτηκε στην The Times στις 6 Νοεμβρίου, οι συντάκτες αναλύουν την εντυπωσιακή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Ο Τραμπ πέτυχε μια καθοριστική νίκη, καθώς είναι ο πρώτος Ρεπουμπλικάνος που κέρδισε την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου από το 2004. Αύξησε την υποστήριξή του από εθνικές μειονότητες και βελτίωσε τα ποσοστά του σχεδόν σε όλες τις κομητείες. Ο «Τραμπισμός», ο οποίος συνδυάζει τον λαϊκισμό, την υπόσχεση για χαμηλούς φόρους, τον σκεπτικισμό για το κλίμα και τον προστατευτισμό, έχει γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία στις ΗΠΑ. Το κλειδί δε της επιστροφής του Τράμπ βρίσκεται στην απήχηση που έχει στην εργατική τάξη η οποία έχει πληγεί από τον πληθωρισμό ειδικά μετά την περίοδο της πανδημίας. Ενώ η οικονομία ανέκαμψε στατιστικά, πολλοί εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν αυξημένες τιμές για βασικά αγαθά και στέγαση. Η Καμάλα Χάρις, η υποψήφια των Δημοκρατικών, δεν κατάφερε να αναγνωρίσει αυτές τις ανησυχίες και να προσφέρει ουσιαστικές λύσεις. Οι Δημοκρατικοί απέτυχαν να κατανοήσουν ότι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν ταυτίζονται απαραίτητα με εκείνα της φιλελεύθερης ελίτ. Την ίδια στιγμή όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για τις πολιτικές του Τραμπ, όπως ο προστατευτισμός και η στάση του απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Ουκρανία. Η επιβολή υψηλών δασμών μπορεί να επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική του μπορεί να προκαλέσει αστάθεια, ειδικά αν επιδιώξει συμφωνίες με ηγέτες όπως ο Πούτιν οι οποίες ενδέχεται να μην ευνοούν τα δυτικά συμφέροντα. Για το Ηνωμένο Βασίλειο συγκεκριμένα, η επιστροφή του Τραμπ μπορεί να σημαίνει νέες προκλήσεις στις διμερείς σχέσεις και την άμυνα.
Στο άρθρο «Από καταδικασμένος εγκληματίας σε Πρόεδρο: Η τρελή επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο», που δημοσιεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου, στο γαλλικό δίκτυο «France 24», αναλύεται η εκπληκτική πολιτική επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2024, επικρατώντας της Καμάλα Χάρις. Παρά τις τεράστιες αντιξοότητες, συμπεριλαμβανομένης της καταδίκης του για ποινικά αδικήματα και της αναμονής για την καταδίκη του σε πλημμελήματα που σχετίζονται με την προεδρική του εκστρατεία του 2016, ο Τραμπ κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές. Είναι ο πιο αμφιλεγόμενος άνθρωπος στη χώρα, ο οποίος επιβίωσε ακόμη και από απόπειρα δολοφονίας σε προεκλογική συγκέντρωση στην Πενσυλβάνια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Τραμπ συνέχισε να προκαλεί αντιπαραθέσεις, επαινώντας ξένους δικτάτορες και απειλώντας τους αντιπάλους του με στρατιωτικά αντίποινα. Παρά τα νομικά του προβλήματα και τις επικρίσεις που έχει δεχτεί, η βάση των υποστηρικτών του παρέμεινε πιστή. Η ικανότητά του να «ξεφεύγει» από καταστάσεις θεωρείται καθοριστικό στοιχείο της ζωής του, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει. Η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία εγείρει ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της αμερικανικής πολιτικής. Οι νομικές του περιπέτειες ενδέχεται να επηρεαστούν από τη νέα θέση του η οποία του εξασφαλίζει πολιτική ασυλία και του επιτρέπει ως πρόεδρος να εκδίδει χάρες, να απολύει ομοσπονδιακούς εισαγγελείς κατά το δοκούν και να απολαμβάνει την υποστήριξη ενός Ανώτατου Δικαστηρίου που θα απαρτίζεται από υποστηρικτές του.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
Σε ανάλυση της ενημερωτικής ιστοσελίδας The New Arab με τίτλο «Η Χάρις κέρδισε την πλειοψηφία των εβραϊκών ψήφων στις ΗΠΑ, υστερώντας σε περιοχές με έντονη την παρουσία Αραβοαμερικανών», δημοσιευμένο στις 6 Νοεμβρίου, αναφέρεται ότι η υποψήφια των Δημοκρατικών Καμάλα Χάρις κέρδισε μεγαλύτερο ποσοστό της εβραϊκής παρά της μουσουλμανικής ψήφου, όπως κατέδειξε exit-poll μετά τη νίκη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η Χάρις συγκέντρωσε το 67% της εβραϊκής ψήφου, ενώ ο Τραμπ το 31%. Μεταξύ των μουσουλμάνων Αμερικανών, η Χάρις έλαβε το 61% των ψήφων, ενώ ο Τραμπ βρισκόταν κοντά με 30%. Στην Dearborn του Μίσιγκαν, μια καθοριστική πόλη-κλειδί με σημαντική αραβική παρουσία, ο Τραμπ κέρδισε το 45% των ψήφων. Οι πολιτικές της διοίκησης Μπάιντεν υπέρ του Ισραήλ επηρέασαν το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης, με πολλούς ψηφοφόρους να απομακρύνονται από τη Χάρις λόγω της προσέγγισής της στη Μέση Ανατολή. Η αποδοκιμασία των πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος προς το Ισραήλ έκανε πολλούς ψηφοφόρους Αραβικής καταγωγής να επιλέξουν υποψήφιους όπως η Τζιλ Στάιν του Κόμματος των Πρασίνων ή ακόμα και τον ίδιο τον Τραμπ. Παρά τις προσπάθειες του για προσέγγιση Αράβων και Μουσουλμάνων ψηφοφόρων, οι δηλώσεις του Τραμπ και οι αμφιλεγόμενες πολιτικές του είχαν μπερδέψει τους ψηφοφόρους. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλοί Αραβο-Αμερικανοί υποστηρικτές των Δημοκρατικών αποφάσισαν να μην ψηφίσουν ή να στηρίξουν άλλους υποψηφίους για να διαμαρτυρηθούν για την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Στο κύριο άρθρο «Η νίκη του Τραμπ θα πρέπει να προκαλέσει μια ενδοσκόπηση εντός του Δημοκρατικού Κόμματος» της Jerusalem Post, δημοσιευμένο στις 7 Νοεμβρίου, αναλύεται η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και οι επιπτώσεις για την εσωτερική πολιτική των Δημοκρατικών. Ο Τραμπ, γνωστός για τη φιλοϊσραηλινή του στάση, αναμένεται να συνεχίσει την ίδια γραμμή πολιτικής απέναντι στο Ισραήλ, αν και η πολιτική του το 2024 μπορεί να διαφέρει από εκείνη του 2016. Ο Νετανιάχου τον συνεχάρη άμεσα, καθώς εκτιμά ότι η προεδρία Τραμπ θα διευκολύνει τη σχέση Ισραήλ-ΗΠΑ. Το Ισραήλ αναμένει ότι θα ευνοηθεί από τη διακυβέρνηση Τραμπ, η οποία στο παρελθόν είχε αποσύρει την Αμερική από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και είχε αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Ωστόσο, παρά τη νίκη της Τρίτης, το πολιτικό περιβάλλον στις ΗΠΑ παραμένει ασταθές, καθώς η εναλλαγή εξουσίας μεταξύ των αμερικανικών κομμάτων είναι συχνή. Οι Δημοκρατικοί μπορεί να αξιολογήσουν ότι η στροφή τους προς τα αριστερά συνέβαλε στην ήττα και να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στο Ισραήλ έτσι ώστε να επανέλθουν στην εξουσία. Αν γίνει αυτό, οι ισραηλινο-αμερικανικές σχέσεις ενδέχεται να ενισχυθούν περαιτέρω.
Ο Τύπος της Ασίας
«Η Ιαπωνία προετοιμάζεται για πιέσεις στο εμπόριο και την ασφάλεια από τον Τραμπ », είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος, της Asahi Shimbun, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 7 Νοεμβρίου. Το δημοσίευμα εστιάζει στην επίδραση της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στις εμπορικές και ασφαλιστικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ιαπωνία. Ο Πρωθυπουργός Σιγκέρου Ισίμπα συνεχάρη τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, καθώς το Τόκιο άρχισε να προετοιμάζει τα σχέδιά του εν όψει της αναμενόμενης πολιτικής «Πρώτα η Αμερική» που έχει υποσχεθεί ο Τραμπ. Ο Ισίμπα εξέφρασε την επιθυμία του να συνεργαστεί στενά με τον Τραμπ για την ενδυνάμωση των συμμαχικών σχέσεων. Οι Ιάπωνες αξιωματούχοι αναμένουν ενδεχόμενες προκλήσεις, ιδίως στην εμπορική και αμυντική πολιτική, καθώς ο Τραμπ σκοπεύει να επιβάλει δασμούς 10-20% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ. Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ αποχώρησε μονομερώς από την πολυμερή εμπορική συμφωνία του Δια-Ειρηνικού και έκανε κινήσεις για να μειώσει τους δασμούς σε αγροτικά προϊόντα. Υπάρχει ανησυχία ότι ο Τραμπ θα ζητήσει από την Ιαπωνία να αυξήσει τις επενδύσεις και την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και να αυξήσει τη χρηματοδότηση των αμερικανικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στη χώρα.
Το κύριο άρθρο με τίτλο «Πιθανότητα μιας νέας αρχής για την πιο σημαντική διμερή σχέση στον κόσμο» της China Daily δημοσιευμένο στις 6 Νοεμβρίου 2024, αναφέρεται στις προοπτικές των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας μετά τις τελευταίες αμερικανικές εκλογές. Μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ έγινε καθόλα φανερό ότι η οικονομία ήταν το κυρίαρχο κριτήριο με βάση το οποίο ψήφισαν οι Αμερικάνοι και αυτό που στοίχισε σε μεγάλο βαθμό την ήττα στην Καμάλα Χάρις. Για την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων, ο Τραμπ έχει προτείνει την επιβολή υψηλότερων δασμών σε κινεζικές εισαγωγές. Αυτή η πολιτική θα μπορούσε σύμφωνα με τους οικονομολόγους να οδηγήσει σε πληθωρισμό αλλά και να επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Όσον αφορά την περιοχή της Ταϊβάν δε, αυτή παραμένει στο επίκεντρο των διμερών σχέσεων, με την Κίνα να επιμένει στην αρχή της «μίας Κίνας». Η εφημερίδα τονίζει πως η συνεργασία είναι η μόνη σωστή επιλογή, καθώς οι δύο χώρες έχουν πολλά κοινά συμφέροντα σε παραδοσιακούς και αναδυόμενους τομείς. Η οικονομική και εμπορική συνεργασία θεωρείται θεμέλιος λίθος για τις σχέσεις τους. Η Κίνα διατείνεται πως είναι φίλος και εταίρος των ΗΠΑ και όχι απειλή. Υπάρχει ευκαιρία για τις δύο χώρες να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους, προσφέροντας σταθερότητα σε έναν κόσμο όπου επικρατούν οι συχνές αλλαγές και το χάος. Είναι στο χέρι της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ να διατηρήσει τη σχέση αυτή σε μια υγιή και σταθερή πορεία.
Ο Τύπος της Ρωσίας και της Ουκρανίας
Ο Kirill Strelnikov, στο άρθρο του «ο Τραμπ σχεδίασε να στρίψει το χέρι του Πούτιν», που δημοσιεύτηκε στο RIA Novosti, στις 8 Νοεμβρίου, αναλύει τις επιπτώσεις της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά τη νίκη του Τραμπ, υπήρξε παγκόσμια αναταραχή, με πολλούς ηγέτες να επιδιώκουν να τον συγχαρούν, ενώ ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν ήταν ανάμεσά τους. Δυτικά μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με το πώς η προεδρία Τραμπ θα μπορούσε να επηρεάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις σχέσεις με τη Ρωσία. Παρά τις προηγούμενες δηλώσεις του Τραμπ ότι μπορεί να τερματίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες, ο Strelnikov εκφράζει σκεπτικισμό για το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό. Επισημαίνει ότι ο Τραμπ μπορεί να αντιμετωπίσει εμπόδια από το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ και ότι οι επιλογές του για το υπουργικό συμβούλιο, όπως ο Μάικ Πομπέο και ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ, έχουν σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία. Επιπλέον, ο Τραμπ έχει στο παρελθόν χαρακτηρίσει τις ενέργειες της Ρωσίας ως «αποτρόπαιες». Ο αρθρογράφος τονίζει ότι η Ρωσία δεν θα υποχωρήσει σε πιέσεις και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια του Τραμπ να επιβάλει όρους θα θεωρηθεί ως προσβολή.
Ο Jakub Parusinski, στο άρθρο του με τίτλο «Τρεις τρόποι που η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία μπορεί να εξελιχθεί για την Ουκρανία», που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Kyiv Independent στις 7 Νοεμβρίου, τονίζει ότι με την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ουκρανία αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο εύθραυστων ειρηνευτικών συμφωνιών, μείωσης της αμερικανικής υποστήριξης και μιας Ευρώπης που προσπαθεί να υπερασπιστεί το ανατολικό της μέτωπο. Ο Τραμπ, επιδιώκοντας να διατηρήσει τη Ρωσία ουδέτερη σε μια πιθανή σύγκρουση με την Κίνα, μπορεί να πιέσει για εδαφικές και πολιτικές παραχωρήσεις από την Ουκρανία προς τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ρωσία, έχοντας πλεονέκτημα, πιθανόν να απορρίψει οποιαδήποτε συμφωνία που θα αφήνει μια βιώσιμη Ουκρανία, απαιτώντας περισσότερα εδάφη ή εσωτερικές αλλαγές. Η Ουκρανία, με αποδυναμωμένη διαπραγματευτική θέση, θα προσπαθήσει να παρουσιάσει τον εαυτό της ως μια ελκυστική επιχειρηματική ευκαιρία και να επιδείξει ότι η υποστήριξή της αποτελεί ένδειξη ισχύος. Θα προσπαθήσει επίσης να εμπλέξει την Ευρώπη περισσότερο, καθώς η πιθανή μείωση της αμερικανικής βοήθειας θα απαιτήσει αυξημένη ευρωπαϊκή υποστήριξη, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Ο αρθρογράφος περιγράφει τρία πιθανά σενάρια: στασιμότητα της αμερικανικής υποστήριξης με την Ευρώπη να αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο, επιβεβλημένη εκεχειρία με δυσμενείς όρους για την Ουκρανία και πιθανή κατάρρευση της ουκρανικής αντίστασης αν η υποστήριξη μειωθεί δραματικά. Σε όλα τα σενάρια, η Ουκρανία και η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξουν ισχυρά σχέδια για να αντιμετωπίσουν τις κοινές προκλήσεις.