Η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto αποτελεί τη συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού στις αναπτυγμένες χώρες και ένα από τα πιο κοινά ενδοκρινολογικά νοσήματα συνολικά. Πρόκειται για μία χρόνια, αυτοάνοση φλεγμονώδη νόσο του θυρεοειδούς αδένα, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα στοχεύει και καταστρέφει σταδιακά τον φυσιολογικό θυρεοειδικό ιστό. Η νόσος πήρε το όνομά της από τον Ιάπωνα ιατρό Hakaru Hashimoto, ο οποίος πρώτος την περιέγραψε το 1912.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Hashimoto είναι η παρουσία αυτοαντισωμάτων κατά του θυρεοειδούς, κυρίως anti-TPO (έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης) και anti-Tg (έναντι της θυρεοσφαιρίνης). Η χρόνια ανοσολογική αντίδραση προκαλεί προοδευτική καταστροφή του θυρεοειδικού παρεγχύματος και, τελικά, μείωση της έκκρισης των θυρεοειδικών ορμονών (T3 και T4), οδηγώντας σε υποθυρεοειδισμό.
Επιδημιολογία και παράγοντες κινδύνου
Η Hashimoto αφορά περίπου 10% του γενικού πληθυσμού και εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες. Παρουσιάζεται συνήθως μεταξύ 20 και 50 ετών, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και σε παιδιά ή εφήβους. Υπάρχει ισχυρή γενετική προδιάθεση και κληρονομικότητα, ενώ κάποιες φορές συνυπάρχει με άλλες αυτοάνοσες νόσους, όπως σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, κοιλιοκάκη, ρευματοειδή αρθρίτιδα και λεύκη.
Περιβαλλοντικοί και επιγενετικοί παράγοντες φαίνεται επίσης να διαδραματίζουν ρόλο. Ιδιαίτερα η υπερβολική πρόσληψη ή έκθεση σε ιώδιο, οι ιογενείς λοιμώξεις, η έκθεση σε ακτινοβολία και το χρόνιο στρες έχουν ενοχοποιηθεί σε διάφορες επιστημονικές θεωρίες ως εκλυτικοί μηχανισμοί σε άτομα με γενετική ευαισθησία.
Κλινική εικόνα
Η κλινική εικόνα εξαρτάται από τη φάση της νόσου. Στα αρχικά στάδια, οι ασθενείς έχουν ευθυρεοειδική λειτουργία, ενώ σπάνια εμφανίζεται παροδική υπερθυρεοειδική φάση («Hashitoxicosis») λόγω καταστροφής κυττάρων και απελευθέρωσης αποθηκευμένων θυρεοειδικών ορμονών. Σταδιακά, η πλειονότητα εξελίσσεται σε υπκολινικό και τελικά κλινικό υποθυρεοειδισμό.
Τα πιο συχνά συμπτώματα του υποθυρεοεδισμού περιλαμβάνουν:
- Κόπωση, λήθαργο, υπνηλία
- Ψυχρότητα και δυσανεξία στο κρύο
- Αύξηση σωματικού βάρους
- Ξηροδερμία και τριχόπτωση
- Δυσκοιλιότητα
- Διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης
- Καταθλιπτική διάθεση
- Διαταραχές του κύκλου και υπογονιμότητα στις γυναίκες
- Διαταραχές στύσης, μειωμένη libido και υπογονιμότητα στους άνδρες
Κλινικά μπορεί να παρατηρηθεί ανώδυνη, συμμετρική βρογχοκήλη, δηλαδή διόγκωση του θυρεοειδούς στον τράχηλο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ο θυρεοειδής αδένας είναι φυσιολογικού μεγέθους ή και ατροφικός, ειδικά στα πιο προχωρημένα στάδια.
Διάγνωση
Η διάγνωση της Hashimoto γίνεται με συνδυασμό εργαστηριακών και απεικονιστικών δεδομένων:
- Αυξημένη TSH με χαμηλή T4 επιβεβαιώνει υποθυρεοειδισμό. Σε πρώιμα στάδια μπορεί να υπάρχει μόνο αυξημένη TSH (υποκλινικός υποθυρεοειδισμός).
- Αντισώματα anti-TPO και anti-Tg αυξάνονται σημαντικά στο 90–95% των ασθενών.
Το υπερηχογράφημα θυρεοειδούς δείχνει χαρακτηριστικά ευρήματα, όπως ανομοιογενή υφή, μειωμένη ηχογένεια και συχνά μικροοζώδεις αλλοιώσεις.
Αντιμετώπιση και μορφές θεραπείας
Η θεραπεία βασίζεται στην καθημερινή ορμονική υποκατάσταση με λεβοθυροξίνη. Η λεβοθυροξίνη είναι η συνθετική μορφή της θυροξίνης και χορηγείται από του στόματος, κατά προτίμηση πρωί, πριν το γεύμα, για να διασφαλιστεί η βέλτιστη απορρόφηση.
Η δόση εξατομικεύεται, λαμβάνοντας υπόψη:
- Το σωματικό βάρος (τυπικά 1,1-1,6 μg/kg/ημέρα σε υγιείς ενήλικες)
- Την ηλικία (μικρότερες δόσεις σε ηλικιωμένους)
- Την καρδιολογική κατάσταση (μικρότερες δόσεις σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο ή αρρυθμίες)
- Την εγκυμοσύνη (συχνά απαιτείται αύξηση δόσης)
- Το βαθμό υποθυρεοειδισμού
Η μορφή χορήγησης είναι σε δισκία, μαλακές κάψουλες ή υγρές μορφές. Τα δύο τελευταία μπορεί να παρουσιάζουν σταθερότερη απορρόφηση και δεν εξαρτώνται από τη λήψη πρωινού ή άλλα φάρμακα. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικό έλεγχο TSH (κάθε 6-8 εβδομάδες μέχρι τη σταθεροποίηση και ανά 6 ή 12 μήνες στη συνέχεια). Στόχος είναι η διατήρηση της TSH εντός φυσιολογικών ορίων και η αποκατάσταση της ευθυρεοειδικής κατάστασης.
Σε ασθενείς με επιμένοντα συμπτώματα παρά τη φυσιολογική TSH, έχει συζητηθεί η ενδεχόμενη χρήση συνδυασμένης θεραπείας με T4 και T3, ωστόσο η κλινική εφαρμογή της παραμένει περιορισμένη και αμφιλεγόμενη, καθώς οι μελέτες δεν τεκμηριώνουν ξεκάθαρη υπεροχή.
Συμπερασματικά, η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto αποτελεί ένα ιδιαίτερα συχνό και καλά μελετημένο ενδοκρινολογικό νόσημα, με πολύ καλή πρόγνωση υπό σωστή θεραπεία. Παρότι πρόκειται για χρόνια νόσο που δεν θεραπεύεται ριζικά, με κατάλληλη ρύθμιση της ορμονικής υποκατάστασης και τακτική παρακολούθηση, οι περισσότεροι ασθενείς διατηρούν άριστη ποιότητα ζωής χωρίς προβλήματα. Η ευαισθητοποίηση τόσο του ιατρικού κόσμου όσο και της κοινωνίας είναι κρίσιμη για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση, ιδίως σε ειδικές πληθυσμιακές ομάδες όπως οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και τα παιδιά.
ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr
The post Θυρεοειδής: Η ενδοκρινολόγος εξηγεί τα πάντα για το πιο συχνό ενδοκρινολογικό νόσημα appeared first on SciNews.eu.