O Υφυπουργός Τουρισμού Κώστας Κουμή σε δηλώσεις του μετά από περιοδεία την Παρασκευή στις περιοχές Πρωταρά και Αγίας Νάπας, υπέδειξε ότι επιβάλλεται ο τουριστικός τομέας να εμπλουτίζεται και από ξένο εργατικό δυναμικό.
Ενδεχομένως ο Υφυπουργός ήθελε με τη δήλωση του αυτή να χαϊδέψει τα αυτιά των ξενοδόχων και να τους καθησυχάσει ότι με τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί πρόσφατα στο ΥΠΕΡΓ μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, θα μπορούν να απασχολούν με ευκολία ξένους εργάτες από τρίτες χώρες, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο, τις ανάγκες τους σε προσωπικό.
Αν θεωρήσουμε ότι είναι η αναγκαία η στελέχωση των ξενοδοχειακών μονάδων και με ξένους εργάτες, διερωτήθηκαν οι αρμόδιοι, οι ιθύνοντες του τουρισμού και οι ίδιοι οι ξενοδόχοι, γιατί τα τελευταία χρόνια υπάρχει όντως μειωμένο ενδιαφέρον από πλευράς του ντόπιου εργατικού δυναμικού να αναζητήσει εργασία στον τουριστικό τομέα;
Διερωτήθηκαν αυτοί που λαμβάνουν τ ις αποφάσεις για τη βελτίωση του τουριστικού μας προϊόντος ότι η ποιότητα εξυπηρέτησης στα ξενοδοχεία φθίνει και θα συνεχίσει να φθίνει, διότι ακριβώς μειώνεται κάθε χρόνο ο αριθμός των κυπρίων που εργάζονται στα ξενοδοχεία;
Επεσήμανε ο κ. Κουμή ότι «θα ήταν προτιμότερο να έχουμε συμπατριώτες μας σε κάθε θέση στο τουριστικό γίγνεσθαι».
Εδώ δεν τίθεται θέμα προτίμησης κ. Υφυπουργέ. Το μειωμένο ενδιαφέρον των νέων μας να εργαστούν στον ξενοδοχειακό τομέα είναι γιατί δεν είναι πλέον ελκυστικός.
Οι απολαβές στην ξενοδοχειακή βιομηχανία δεν συνάδουν με τα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις και το εργάσιμο ωράριο του προσωπικού που αξιώνει ο κάθε ξενοδόχος.
Σε αυτό φρόντισαν οι ίδιοι οι ξενοδόχοι, οι οποίοι με τους όρους εργοδότησης που προσφέρουν, απομάκρυναν το ντόπιο εργατικό δυναμικό, το οποίο σταδιακά αντικαθιστούν με εργάτες κυρίως από τρίτες χώρες.
Οι μισθοί σήμερα του προσωπικού των ξενοδοχείων, είναι σε επίπεδα προ 10ετίας. Αυτό είναι κίνητρο για έναν νέο;
Θα πρέπει να γνωρίζουν οι επικεφαλής της τουριστικής βιομηχανίας ότι ο τουρίστας που επισκέπτεται την Κύπρο, δεν πληρώνει μόνο για τον ήλιο και τη θάλασσα του νησιού μας. Πληρώνει και για την ποιοτική εξυπηρέτηση που επιβάλλεται να του προσφέρεται.
Είναι αμφίβολο εάν οι εποχικοί ξένοι εργάτες, οι πλείστοι εξ αυτών ανειδίκευτοι, μπορούν να προσφέρουν ποιοτική εξυπηρέτηση στον τουρίστα.
Ποιος εργάτης από τρίτες χώρες, κατά το πλείστο ασιάτης, θα μπορούσε να γνωρίζει και να πει δύο πράγματα σε έναν τουρίστα που θα τον ρωτούσε για τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα και την κουλτούρα αυτού του νησιού;
Πολύ φοβόμαστε ότι δεν θα αργήσει η ώρα που θα ψάχνουμε όλοι το λάθος.
Η Κύπρος, όταν μπήκε στον τουριστικό χάρτη ως ελκυστικός προορισμός γύρω στα τέλη της 10ετίας του 1960, πρόσφερε, κουλτούρα, ιστορία, καλό και φθηνό φαγητό και κυρίως το φιλότιμο και το φιλόξενο του κύπριου ξενοδοχοϋπαλλήλου, εστιάτορα, περιπτερούχου, οδηγού ταξί κ.α.
Ας προβληματιστούν λοιπόν οι επαΐοντες…