Η σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσελκύει το έντονο ενδιαφέρον των αγορών και των οικονομικών αναλυτών, καθώς αναμένεται να καθορίσει την πορεία της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη για το προσεχές διάστημα.
Δύο έγκριτοι Κύπριοι οικονομολόγοι, ο Δρ. Μάριος Κληρίδης και ο Τάσος Γιασεμίδης, παραθέτουν τις εκτιμήσεις και τις αναλύσεις τους για την πιθανή κατεύθυνση της ΕΚΤ, εστιάζοντας σε κρίσιμες παραμέτρους που επηρεάζουν τις αποφάσεις της Τράπεζας.
Ο Τάσος Γιασεμίδης, Διοικητικός Σύμβουλος και επικεφαλής του τμήματος Οικονομικών της KPMG Κύπρου, εκτιμά πως η ΕΚΤ είναι πιθανό να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%. Όπως αναφέρει, η εκτίμηση αυτή βασίζεται στα τελευταία στατιστικά στοιχεία που αφορούν τον πληθωρισμό και την πορεία των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Τέτοια στοιχεία αξιολογούνται κατά τις συνεδριάσεις της Τράπεζας και αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση της νομισματικής στρατηγικής. Επιπλέον, οι σχετικές ανακοινώσεις που ακολουθούν μετά τη λήξη των συνεδριάσεων παρέχουν συνήθως ενδείξεις για τις μελλοντικές κινήσεις της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τον κ. Γιασεμίδη, οι υφεσιογόνες πιέσεις που παρατηρούνται στις ευρωπαϊκές οικονομίες καθιστούν αναγκαία τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα στην αγορά και να ανασχεθεί η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, επισημαίνει και μια ασυνήθιστη εξέλιξη: παρά τις προσδοκίες για χαλάρωση, το ευρώ έχει ενισχυθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Αυτό, κατά την άποψή του, ενδέχεται να οφείλεται στη μεταφορά κεφαλαίων και επενδυτών από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη, ένα φαινόμενο που διαφοροποιεί τους παραδοσιακούς μηχανισμούς επιρροής των επιτοκίων στο κοινό νόμισμα.
Από την πλευρά του, ο Δρ. Μάριος Κληρίδης επισημαίνει ότι μια ενδεχόμενη μείωση επιτοκίων πιθανότατα θα είναι η τελευταία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως εξηγεί, παράγοντες όπως η αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη – στο πλαίσιο των γεωπολιτικών εξελίξεων και των νέων προκλήσεων ασφαλείας – αναμένεται να δημιουργήσουν πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό σημαίνει πως οποιοδήποτε περαιτέρω βήμα χαλάρωσης πρέπει να σταθμιστεί πολύ προσεκτικά, δεδομένου του κινδύνου αναζωπύρωσης του πληθωρισμού. Ο Δρ. Κληρίδης τονίζει επίσης ότι οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής εμφανίζονται με χρονική καθυστέρηση 1,5 έως 2 ετών, σε αντίθεση με τις δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες έχουν ταχύτερη επίδραση (σε 8-9 μήνες). Έτσι, η ΕΚΤ καλείται να σταθμίσει όχι μόνο τα τρέχοντα δεδομένα, αλλά και το πώς αυτά θα εξελιχθούν μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, εξηγεί ο κ. Κληρίδης. Ένας επιπρόσθετος παράγοντας αβεβαιότητας, σύμφωνα με τον ίδιο, αφορά την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, και ειδικά τις πιθανές ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ στο εγγύς μέλλον. Τυχόν ενεργοποίηση των δασμών που ανακοινώθηκαν από πλευράς ΗΠΑ, εντός του Ιουλίου, ενδέχεται να προκαλέσουν αποπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία της Ευρωζώνης, καθώς και να προκαλέσουν αντίμετρα από την ΕΕ, με πιθανές συνέπειες στην τιμολόγηση προϊόντων και στις πληθωριστικές τάσεις. Οι εξελίξεις αυτές δεν επηρεάζουν μόνο τους επιχειρηματικούς κύκλους, αλλά και τη συμπεριφορά των καταναλωτών, οι οποίοι παραμένουν επιφυλακτικοί τόσο ως προς τις αγορές τους όσο και σε σχέση με τις προσδοκίες τους για το διαθέσιμο εισόδημα.
Κοινό σημείο στις αναλύσεις των δύο ειδικών αποτελεί η διαπίστωση ότι η ΕΚΤ καλείται να διαχειριστεί ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό περιβάλλον. Η αναμενόμενη μείωση επιτοκίων θεωρείται εύλογη και αναγκαία για τη στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, ωστόσο οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη πορεία της είναι πολλοί, αλληλοσυνδεόμενοι και εν μέρει απρόβλεπτοι. Σε αυτό το πλαίσιο, η ικανότητα της ΕΚΤ να διαβάζει τις διεθνείς τάσεις και να προσαρμόζει εγκαίρως τη στρατηγική της, κρίνεται καθοριστική για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης το επόμενο διάστημα.