Μετά από 15 χρόνια στασιμότητας, οι αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων επιστρέφουν δυναμικά και φέρνουν στο προσκήνιο μια μακροχρόνια πολιτική διαβούλευση, γεμάτη με ερωτήματα και προκλήσεις. Η είδηση για αυξήσεις μέχρι και 2,4% στους χαμηλόμισθους και 1,5% για τους υπόλοιπους είναι η πρώτη από το 2009, και φέρνει μερική οικονομική ανακούφιση σε μια πολυπληθή κατηγορία εργαζομένων του δημόσιου τομέα.
Η Κλεοπάτρα Χαραλάμπους, εκπρόσωπος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ανακοινώνοντας τα νέα μέτρα σήμερα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, προσδιόρισε τα ποσοστά των αυξήσεων ως εξής: οι χαμηλόμισθοι που βρίσκονται στις κατώτερες κλίμακες (Α1 και Α2) θα δουν αυξήσεις της τάξης του 2,4% από τον Οκτώβριο, ενώ για όσους υπάγονται στη δεύτερη βαθμίδα της Α6 κλίμακας η αύξηση θα είναι 2,1%. Το κατώτατο ποσό της αύξησης ορίζεται στα €331 ετησίως για όσους έχουν βασικό ετήσιο μισθό κάτω των €22,085.
Οι συνταξιούχοι του δημοσίου δεν έμειναν εκτός της αναπροσαρμογής, καθώς και αυτοί θα λάβουν το ποσοστό αύξησης που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία. Η κ. Χαραλάμπους εξήγησε πως, αν και το συνολικό ποσοστό αύξησης για τη μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων διαμορφώνεται στο 1,5%, οι χαμηλόμισθοι θα λάβουν μεγαλύτερη αύξηση, γεγονός που θεωρείται ως ένα βήμα προς τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Οι αντιδράσεις
Ωστόσο, η συζήτηση δεν έμεινε εκεί. Βουλευτές της Επιτροπής Οικονομικών, ανάμεσά τους και ο Χάρης Γεωργιάδης του ΔΗΣΥ, εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες για την επιβάρυνση του κρατικού μισθολογίου. Ενδεικτικά, ανέφεραν ότι από το 2020 μέχρι το 2024 το κρατικό μισθολόγιο αυξήθηκε από €2,7 δις σε €3,7 δις, και εκτιμάται ότι θα φτάσει τα €4 δις το 2026. Οι βουλευτές αναρωτήθηκαν εάν η δυναμική αύξησης των μισθών είναι λογική ή ανησυχητική, ενώ έθεσαν ερωτήματα για την επίδραση που έχουν η ΑΤΑ και οι νέες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις σε αυτό το δημοσιονομικό πλαίσιο.
Από την πλευρά του, ο Αντρέας Καυκαλιάς του ΑΚΕΛ εστίασε στο ζήτημα της ανεκπλήρωτης κυβερνητικής δέσμευσης για την αναθεώρηση των μισθών της κλίμακας Α1-2-5, που ήταν υποσχεθεί να ολοκληρωθεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2024. Τόσο αυτός όσο και ο Χρίστος Χριστοφίδης του ίδιου κόμματος ζήτησαν από την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της σχετικά με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για το κρατικό μισθολόγιο και την εξέταση της μελέτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Η συζήτηση δεν περιορίστηκε μόνο στους μισθούς του δημοσίου. Ο Ηλίας Μυριάνθους της ΕΔΕΚ έθεσε το ερώτημα σχετικά με την εφαρμογή ανάλογων αυξήσεων και στον ιδιωτικό τομέα, τονίζοντας τη σημασία της ισόρροπης ανάπτυξης σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Τεχνικά ζητήματα και παραγωγικότητα
Πολλά ερωτήματα τέθηκαν σχετικά με το αν οι αυξήσεις είναι δικαιολογημένες από την άποψη της παραγωγικότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Ο Σταύρος Παπαδούρης από τους Οικολόγους ζήτησε να μάθει αν η παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα είναι σε επαρκές επίπεδο ώστε να δικαιολογεί αυτές τις αυξήσεις. Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών, με επικεφαλής τον Πανίκκο Κωνσταντίνου, παραδέχτηκαν ότι η μέτρηση της παραγωγικότητας είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί με ακρίβεια, παρόλο που παραδέχθηκαν ότι ο ρυθμός αύξησης του μισθολογίου προκαλεί ανησυχία.
Ο κ. Κωνσταντίνου πρόσθεσε ότι το Υπουργείο Οικονομικών αναμένει τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης του ΔΝΤ σχετικά με το κρατικό μισθολόγιο, υποσχόμενο ότι οι όποιες αποφάσεις θα παρθούν σε διαβούλευση με τις συντεχνίες. Το σχέδιο είναι να διαμορφωθεί ένα μακροπρόθεσμο πλάνο που να εξασφαλίζει τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.
Οι συντεχνίες σε επιφυλακή
Από την πλευρά τους, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σημείωσαν ότι το νομοσχέδιο είναι προϊόν διαβούλευσης και αντανακλά τις συζητήσεις που είχαν με την κυβέρνηση. Χαρακτήρισαν την παραχώρηση αυξήσεων ως φυσιολογική, ειδικά για μια χώρα όπως η Κύπρος, που παρουσίασε πλεόνασμα €700 εκατομμυρίων το 2023. Παρόλα αυτά, εξέφρασαν επιφυλάξεις για τις μελλοντικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, ειδικά ενόψει της πιθανής απουσίας περαιτέρω αυξήσεων το 2025, σύμφωνα με τη δέσμευση του Υπουργείου Οικονομικών.
Η επόμενη μέρα
Η εφαρμογή των αυξήσεων από την 1η Οκτωβρίου αναμένεται να επηρεάσει περίπου 40,000 δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους, με το συνολικό κόστος της αύξησης να ανέρχεται σε €12 εκατομμύρια για το 2024 και €40 εκατομμύρια το 2025. Οι μισθολογικές αναπροσαρμογές για τους χαμηλόμισθους, αν και ενισχυμένες, δεν αναμένεται να καλύψουν εξ ολοκλήρου τις ανάγκες των εργαζομένων, ενώ η συνεχώς αυξανόμενη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού δημιουργεί ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών πολιτικών της κυβέρνησης.
Το μέλλον του κρατικού μισθολογίου εξαρτάται από την πολιτική βούληση, τις κοινωνικές ανάγκες και την οικονομική ανθεκτικότητα, με τις επόμενες αποφάσεις να κρίνουν τη δυναμική του δημοσίου τομέα και τη σταθερότητα της οικονομίας.