Τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις ξένου και εγχώριου νομίσματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο BBB (υψηλό), επιβεβαίωσε χθες βράδυ ο οίκος DBRS.
Ο οίκος επιβεβαίωσε τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις ξένου και εγχώριου νομίσματος, στο R-1 (χαμηλό).
Η προοπτική για όλες τις αξιολογήσεις παραμένει σταθερή.
Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση, η σταθερή προοπτική εξισορροπεί τις ευνοϊκές οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις έναντι σημαντικών καθοδικών κινδύνων.
Επισημαίνει ότι η κυπριακή οικονομία επωφελήθηκε από τη συγκριτικά ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική το περασμένο έτος με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,5%, υποβοηθούμενο από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και την επενδυτική δραστηριότητα.
Αυτές οι ευνοϊκές οικονομικές εξελίξεις ενίσχυσαν τις δημοσιονομικές επιδόσεις και συνέβαλαν στην περαιτέρω μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε στο 2,9% του ΑΕΠ το 2023 από 2,4% το 2022, καθώς η μεγάλη αύξηση των δημόσιων εσόδων υπεραντιστάθμισε την άνοδο των δαπανών.
Το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 77,4% του ΑΕΠ το 2023 από 85,6% το 2022 λόγω του δημοσιονομικού πλεονάσματος του περασμένου έτους και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Παραμένουν ευνοϊκές οι οικονομικές εξελίξεις
Όσον αφορά στις προοπτικές ο οίκος σημειώνει πως οι οικονομικές εξελίξεις είναι πιθανό να παραμείνουν ευνοϊκές, υποστηριζόμενες από την περαιτέρω ανάκαμψη των πραγματικών μισθών και τις ακόμη ισχυρές επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, υποδεικνύεται ότι η οικονομία είναι εκτεθειμένη σε καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και η παρατεταμένη διακοπή του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα.
Μια πιθανή υλοποίηση τέτοιων καθοδικών κινδύνων, υπογραμμίζει, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τις δημοσιονομικές προοπτικές, καθώς θα επιβάρυνε τα δημόσια έσοδα και θα αύξανε τις πιέσεις στις δαπάνες.
Σταθερό πολιτικό περιβάλλον
Ο οίκος αναφέρει ότι οι αξιολογήσεις BBB (υψηλές) της Κύπρου υποστηρίζονται από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, τις υγιείς δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια και το ευνοϊκό προφίλ του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι αν και οι δείκτες διακυβέρνησης έχουν αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, ο οίκος συνεχίζει να θεωρεί την ένταξη της χώρας στην ΕΕ ως σημαντική βάση για τη θεσμική ποιότητα.
Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου συνεχίζουν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Προσθέτει ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις λόγω του κληροδοτημένου αποθέματος ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα και του συγκριτικά χαμηλού ακόμη επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας της οικονομίας.
Αναλυτική επεξέγηση για οικονομική ανάπτυξη
Στην αναλυτική του επεξήγηση ο οίκος, σημειώνει ότι η οικονομική ανάπτυξη συγκρίθηκε ευνοϊκά με τις περισσότερες άλλες χώρες της ευρωζώνης το περασμένο έτος.
Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5% το 2023 – σε σύγκριση με ρυθμό αύξησης μόλις 0,4% για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ – λόγω της ισχυρής ιδιωτικής κατανάλωσης και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.
Από την πλευρά της παραγωγής, η ανάπτυξη οδηγήθηκε από την περαιτέρω ανάκαμψη των αφίξεων τουριστών και τη συνεχή ανάπτυξη των βιομηχανιών τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), ενώ η οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των επιχειρηματικών υπηρεσιών επιβαρύνθηκε από την επιτάχυνση των οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία την άνοιξη του 2023.
Επισημαίνεται ακόμη ότι η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να ωφεληθεί από την περαιτέρω ανάκαμψη των πραγματικών μισθών και τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης.
Επιπλέον, η επενδυτική δραστηριότητα προβλέπεται να ενισχυθεί από την εισροή κονδυλίων στο πλαίσιο του Next Generation της ΕΕ και από πολλά μεγάλα επενδυτικά έργα, ιδίως στον τουρισμό και στον τομέα των οικιστικών ακινήτων.
Η ΚΤ προβλέπει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα ενισχυθεί μέτρια σε 2,6% το 2024 και 3,1% το 2025.
Τονίζεται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης είναι εκτεθειμένες σε σημαντικούς καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και παρατεταμένη διακοπή του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα.
« Σε γενικές γραμμές, οι αξιολογήσεις της Κύπρου συνεχίζουν να περιορίζονται από το μικρό μέγεθος της οικονομίας της που βασίζεται στις υπηρεσίες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς. Οι σημαντικότεροι κλάδοι είναι το εμπόριο, ο τουρισμός, οι χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες και τα ακίνητα», αναφέρει ο οίκος.
Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των ΤΠΕ έχει αυξηθεί απότομα από το 2016, καθώς αρκετές ξένες εταιρείες ΤΠΕ μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην Κύπρο, κυρίως ως αποτέλεσμα διαφορετικών μέτρων πολιτικής (π.χ. φορολογικά κίνητρα).
Τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας της οικονομίας παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την έντονη δυναμική οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια.
Καταγράφεται μεγάλο πλεόνασμα
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά δεδομένα, ο οίκος σημειώνει ότι ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης κατέγραψε μεγάλο πλεόνασμα το 2023 λόγω της ισχυρής αύξησης των εσόδων.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις βελτιώθηκαν περαιτέρω το περασμένο έτος. Το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε στο 2,9% του ΑΕΠ το 2023 από 2,4% το 2022 λόγω της ισχυρής αύξησης των εσόδων.
Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 11,4% το 2023, καθώς η ευνοϊκή οικονομική ανάπτυξη και οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας ενίσχυσαν τα φορολογικά έσοδα και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Αυτή η μεγάλη αύξηση των εσόδων υπεραντιστάθμισε την άνοδο των ονομαστικών δαπανών κατά 10,3%.
Η αύξηση των δαπανών προήλθε κυρίως από τη μερική αναπροσαρμογή των μισθών και των συντάξεων του δημοσίου σε υψηλό πληθωρισμό το προηγούμενο έτος, την αύξηση των δαπανών του ΕΣΥ και τις υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις.
Σύμφωνα με τον οίκο, οι δημοσιονομικές προοπτικές αναμένεται να παραμείνουν ευνοϊκές καθώς τα δημόσια έσοδα είναι πιθανό να ωφεληθούν από την ακόμα ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
Μέτριες δημοσιονομικές πιέσεις είναι πιθανό να προκύψουν από την αναθεώρηση του επιδόματος κόστους ζωής που οδηγεί σε μεγαλύτερη αυτόματη προσαρμογή των μισθών και των συντάξεων του δημόσιου τομέα στον πληθωρισμό, τα ελλείμματα του Κρατικού Οργανισμού Υγείας και από την επέκταση της ΚΕΔΙΠΕΣ.
Ο οίκος κατανοεί ότι το δημοσιονομικό κόστος της επέκτασης του ΚΕΔΙΠΕΣ δεν έχει μέχρι στιγμής ενσωματωθεί στις δημοσιονομικές προβλέψεις της κυβέρνησης.
Αναφέρεται ότι η υλοποίηση των καθοδικών κινδύνων της οικονομίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τις δημοσιονομικές προοπτικές, καθώς η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης είναι πιο αδύναμη από αυτή που επικρατεί σήμερα στα δημόσια έσοδα.
«Οι πιθανές μελλοντικές αλλαγές στη διεθνή φορολογία των εταιρειών αποτελούν παράγοντα κινδύνου για τα δημόσια οικονομικά δεδομένου του σχετικά υψηλού μεριδίου της Κύπρου στα δημοσιονομικά έσοδα που προέρχονται από αυτήν την πηγή», σημειώνεται.
Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων ανήλθαν σε μεγάλο ποσοστό 6,6% του ΑΕΠ το 2022 σε σύγκριση με μέσο όρο 3,4% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Σε σχέση με το δημόσιο χρέους προς το ΑΕΠ, αναφέρεται ότι συνέχισε να μειώνεται το περασμένο έτος. Το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 77,4% του ΑΕΠ το 2023 από 85,6% το 2022 λόγω του δημοσιονομικού πλεονάσματος του περασμένου έτους και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Όσον αφορά το μέλλον, τα συνεχιζόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα και η ευνοϊκή δυναμική του χρέους αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αισθητή μείωση του δείκτη χρέους.
Το προσχέδιο προϋπολογισμού 2024 προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο μέτριο 69,5% του ΑΕΠ το 2025.
Όσον αφορά την επιβάρυνση των επιτοκίων της κυβέρνησης, η προβλεπόμενη μείωση του ανεξόφλητου χρέους συμβάλλει στην αντιστάθμιση του αντίκτυπου της πρόσφατης αύξησης των επιτοκίων.
Επισημάνσεις για τις τράπεζες
Αναφορικά με τις τράπεζες, ο οίκος αναφέρει ότι οι κίνδυνοι για την ποιότητα του ενεργητικού τους έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ.
Αναφέρεται ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα υποστηρίζεται από την ισχυρή κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα.
Επιπλέον, οι θέσεις ρευστότητας των τραπεζών επωφελούνται από πολύ μεγάλα ταμειακά διαθέσιμα.
Ταυτόχρονα, υποδεικνύεται, το κληροδοτημένο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο τραπεζικό σύστημα από την κρίση του 2012-2013 παραμένει πιστωτική αδυναμία.
Αν και ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σημαντικά από 46,4% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 7,9% τον Δεκέμβριο του 2023 κυρίως λόγω των πωλήσεων και των διαγραφών προβληματικών δανείων, εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στις περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης.
Ο μέσος δείκτης ΜΕΔ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκε στο 2,7% τον Σεπτέμβριο του 2023.
Όσον αφορά το μέλλον, τονίζεται ότι θύλακες ευπάθειας ενδέχεται να προκύψουν από την ισχυρή αύξηση των επιτοκίων που ανέβασε το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών και των εταιρειών, καθώς τα περισσότερα εγχώρια δάνεια έχουν κυμαινόμενα επιτόκια .
Το μέσο επιτόκιο των ανεξόφλητων δανείων αυξήθηκε στο 4,6% τον Ιανουάριο του 2024 από 2,5% τον Ιούνιο του 2022 για τα νοικοκυριά και σε 5,8% από 3,0% για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις την ίδια χρονική περίοδο.