Οι τελευταίες αναλύσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας για τις ακαθάριστες απολαβές του 2023 στην Κύπρο αναδεικνύουν έναν μισθολογικό καμβά με αντιθέσεις και ανισότητες που δύσκολα αγνοούνται. Με τις μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές να φτάνουν τα €2.363 σε σύγκριση με τα €2.202 το 2022—σημειώνοντας μια αξιοσημείωτη αύξηση 7,3%—τα στοιχεία μοιάζουν ενθαρρυντικά με την πρώτη ματιά. Ωστόσο, πίσω από τους αριθμούς, το σκηνικό είναι πιο περίπλοκο. Ειδικά όταν πάνω από το 25% των εργαζομένων εξακολουθούν να κερδίζουν λιγότερα από €1.500, καθιστώντας τον μέσο όρο μάλλον ένα ανέφικτο όνειρο για πολλούς.
Μπορεί η αύξηση στους μισθούς να φαντάζει επιτυχία, αλλά αυτό εξαρτάται από το πού κάθεσαι στο φάσμα των απολαβών. Οι διάμεσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές, ένας δείκτης που καλύτερα αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, ήταν το 2022 στα €1.792, καταδεικνύοντας την πραγματική θέση της πλειοψηφίας. Με λίγα λόγια, τα μεγάλα ποσά στατιστικά ανεβάζουν τον μέσο όρο, αλλά για αρκετούς, οι αυξήσεις μοιάζουν πιο θεωρητικές και λιγότερο πρακτικές.
Ένα ακόμη στοιχείο που προκαλεί ανησυχία είναι η διαφορά στις απολαβές μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια δομική ανισότητα. Σχεδόν το 46,4% των γυναικών βρίσκονται στη χαμηλότερη κλίμακα, με απολαβές κάτω από τα €1.500, σε σύγκριση με το 38,2% των αντρών. Η εικόνα αυτή δείχνει πως, παρά τις δεκαετίες συζητήσεων για ίσες ευκαιρίες, το χάσμα παραμένει σταθερό. Οι γυναίκες εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε χαμηλόμισθες θέσεις, συχνά με περιορισμένη δυνατότητα ανέλιξης, πράγμα που δημιουργεί το ερώτημα αν η «ισότητα» στην αγορά εργασίας παραμένει ακόμα στο στάδιο των καλών προθέσεων.
Η ανάλυση κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας προσθέτει μια νέα διάσταση. Εδώ, φαίνεται καθαρά ότι ορισμένοι τομείς ξεπερνούν τις προσδοκίες, ενώ άλλοι φαίνεται να ανταμείβουν τον μόχθο με «χαρτζιλίκι». Στη γεωργία και δασοκομία, για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι κερδίζουν μόλις €924 κατά μέσο όρο, ενώ στα χρηματοπιστωτικά, το μέσο εισόδημα φτάνει τα €4.493. Και εδώ, φυσικά, αναρωτιέται κανείς: είναι η γεωργία τόσο λιγότερο σημαντική από τις τραπεζικές δραστηριότητες ή μήπως η αξία του εργαζομένου υποτιμάται σημαντικά;
Σε επίπεδο αυξήσεων, ο τομέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας κυριαρχεί, με μια εκπληκτική αύξηση της τάξης του 14,5%. Η ψηφιακή εποχή, όπως φαίνεται, συνοδεύεται και από αξιοπρεπείς αμοιβές. Οι εργαζόμενοι στα ορυχεία και τα λατομεία είδαν επίσης μια αύξηση 12,8%, ακολουθούμενοι από τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες με αύξηση 12%. Αντίθετα, στη γεωργία και στις μεταφορές οι αυξήσεις ήταν μηδαμινές, μόλις 0,7%.
Η Στατιστική Υπηρεσία επισημαίνει επίσης διαφορές στις απολαβές μεταξύ Κύπριων και μη-Κύπριων εργαζομένων. Οι μέσες ακαθάριστες απολαβές των Κύπριων ήταν €2.377, έναντι €2.334 των μη-Κύπριων. Οι διαφορές όμως αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατανομή των μισθών στις διάφορες βαθμίδες. Οι μη-Κύπριοι εργαζόμενοι συγκεντρώνονται τόσο στις χαμηλότερες (<€1.500) όσο και στις ψηλότερες (>€6.000) απολαβές, γεγονός που δείχνει πως η εργατική μετανάστευση αφορά τόσο την πολύ φθηνή εργασία όσο και τις εξειδικευμένες, υψηλόμισθες θέσεις.
Οι διάμεσες απολαβές αποδεικνύονται ακόμη πιο αποκαλυπτικές: €1.938 για τους Κύπριους και €1.463 για τους μη-Κύπριους, με τους τελευταίους να αναλαμβάνουν συχνά θέσεις χαμηλότερων αμοιβών. Ωστόσο, τα άκρα—είτε χαμηλά είτε υψηλά—φαίνεται να προτιμούν τους μη-Κύπριους, που συχνά καλύπτουν θέσεις που οι τοπικοί εργαζόμενοι είτε δεν επιθυμούν είτε δεν πληρούν τις απαιτήσεις.
Η αύξηση στους μέσους μισθούς είναι καλή είδηση για την οικονομία, αλλά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού εξακολουθεί να μένει στις χαμηλότερες απολαβές μαρτυρά ότι η ευημερία δεν είναι το ίδιο διανεμημένη για όλους. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν μια ανισότητα που δεν αγγίζει μόνο τους ξένους ή τις γυναίκες αλλά διαμορφώνει συνολικά την εργασιακή ζωή στην Κύπρο. Είναι η «ανάπτυξη» κάτι που θα νιώσει ο μέσος εργαζόμενος στην τσέπη του ή απλώς ένας αριθμός σε κάποιο φύλλο στατιστικής;
Τελικά, μπορεί η εικόνα της μισθολογικής ανόδου να είναι ενθαρρυντική για το χαρτί, αλλά για τον μέσο εργαζόμενο, η κατάσταση αποδεικνύεται περισσότερο σαν μια άσκηση υπομονής, παρά σαν πραγματική ευημερία. Έτσι, κάθε φορά που ακούμε για «αυξήσεις» και «ανάπτυξη», ίσως να πρέπει να αναρωτηθούμε: πόσο από αυτό αγγίζει τον εργαζόμενο στην καθημερινή του ζωή; Ίσως οι ακαθάριστοι μέσοι όροι να είναι, τελικά, περισσότερο μια στατιστική ωραιοποίηση παρά μια αλλαγή που μπορεί κανείς να μετρήσει στο δικό του πορτοφόλι.