Η πρόσφατη δημοσιοποίηση των επιτοκίων δανείων από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου έχει προκαλέσει συζητήσεις και προβληματισμούς σχετικά με την κατάσταση της τραπεζικής αγοράς στη χώρα. Με τις διαφορές στα επιτόκια μεταξύ τραπεζών να είναι αισθητές, η ανάλυση αυτών των στοιχείων καθίσταται απαραίτητη για την κατανόηση της οικονομικής κατάστασης και της ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού τομέα.
Τα στεγαστικά δάνεια: Πίεση στα νοικοκυριά
Τα επιτόκια για τα στεγαστικά δάνεια στην Κύπρο, ιδιαίτερα για δάνεια αγοράς κατοικίας προς νοικοκυριά, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου 2024, το υψηλότερο επιτόκιο καταγράφεται από την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία χρεώνει 5,22% για δάνεια αγοράς κατοικίας με κυμαινόμενο επιτόκιο και αρχική περίοδο προσδιορισμού έως 1 έτους.
Ακολουθεί η Τράπεζα Κύπρου με 5,04%, ενώ η Eurobank χρεώνει 4,79%. Η Ancoria και η Ελληνική Τράπεζα προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια, στο 4,08% και 3,99% αντίστοιχα, με την Astrobank να φτάνει το 3,87%. Η Alpha Bank προσφέρει ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο στο 3,41%, ενώ το χαμηλότερο επιτόκιο στην αγορά προσφέρει ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης (ΟΧΣ) με 2,96%.
Αυτά τα επιτόκια καταδεικνύουν ότι, ενώ υπάρχουν δυνατότητες για πιο προσιτά δάνεια, οι υψηλές χρεώσεις στις μεγάλες τράπεζες περιορίζουν τις επιλογές των νοικοκυριών. Το μέσο επιτόκιο για αγορά κατοικίας στην Κύπρο είναι 4,59%, έναντι 4,76% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Παρότι η Κύπρος βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα υψηλά επιτόκια των μεγάλων τραπεζών ασκούν πίεση στα νοικοκυριά και περιορίζουν την πρόσβαση σε προσιτή στέγαση.
Επιχειρηματικά δάνεια: Αυξημένες Χρεώσεις για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση για τα επιχειρηματικά δάνεια, ειδικά για δάνεια μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το υψηλότερο επιτόκιο για δάνεια έως €1 εκατ. καταγράφεται από την Banque SBA, με 8,3%, ενώ ακολουθεί η Societe Generale Bank Cyprus Ltd με 7,38%. Αυτά τα επιτόκια είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της αγοράς και αποθαρρύνουν τη δανειοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να επενδύσουν και να αναπτυχθούν.
Στις υπόλοιπες τράπεζες, τα επιτόκια είναι πιο χαμηλά, με την Ancoria να χρεώνει 5,77%, την Τράπεζα Κύπρου 5,72%, τη Eurobank 5,69%, και την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως 5,50%. Η Ελληνική Τράπεζα καταγράφει επιτόκιο 4,9%, ενώ η Alpha Bank ξεχωρίζει με το πολύ χαμηλό επιτόκιο των 1,88%, το οποίο είναι αρκετά πιο ανταγωνιστικό.
Το συνολικό μέσο επιτόκιο για δάνεια σε επιχειρήσεις στην Κύπρο είναι 5,57%, έναντι 5,16% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη. Αυτή η διαφορά καταδεικνύει το υψηλότερο κόστος δανεισμού για τις κυπριακές επιχειρήσεις, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητά τους σε διεθνές επίπεδο.
Δάνεια άνω του €1 εκατ.: Πιο ανταγωνιστικά αλλά ακόμη υψηλά
Για τα επιχειρηματικά δάνεια που υπερβαίνουν το €1 εκατ., τα επιτόκια είναι κάπως πιο ανταγωνιστικά, αλλά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Το υψηλότερο επιτόκιο καταγράφεται από την CBD Bank με 7,07%, ενώ η Τράπεζα Κύπρου ακολουθεί με 6,66%.
Αυτά τα επιτόκια υποδεικνύουν ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που αναζητούν κεφάλαια αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, κάτι που μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξή τους και να επιβαρύνει τα επιχειρηματικά τους σχέδια.
Απαραίτητη η παρέμβαση για ανάκαμψη της οικονομίας
Η ανάλυση των επιτοκίων δείχνει μια σαφή τάση προς υψηλές χρεώσεις, ιδιαίτερα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με την οικονομική ανάκαμψη και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας. Παρότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου επιδιώκει μεγαλύτερη διαφάνεια μέσω της δημοσιοποίησης αυτών των στοιχείων, οι τράπεζες θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη να μειώσουν τα επιτόκια τους και να συμβάλλουν στην οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη της χώρας.
Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις και καλύτερη ισορροπία μεταξύ δανειστικών και καταθετικών επιτοκίων, οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών μπορεί να είναι επιζήμιες, τόσο για την επιχειρηματική δραστηριότητα όσο και για τα κυπριακά νοικοκυριά, τα οποία ήδη αντιμετωπίζουν τις πιέσεις του πληθωρισμού και των αυξανόμενων τιμών.