Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, οι Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων διαχειρίζονταν, έως τις 30 Ιουνίου 2024, δάνεια συνολικής αξίας €20,98 δισ. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν πως η συντριπτική πλειονότητα, ήτοι το 94%, αφορούσε μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις (ΜΕΧ), επιβεβαιώνοντας τη συνεχιζόμενη πίεση που υφίσταται το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών του.
Ειδικότερα, δάνεια ύψους €10,64 δισ. αφορούσαν φυσικά πρόσωπα, εκ των οποίων το 93% ήταν μη εξυπηρετούμενα, ενώ δάνεια αξίας €10,34 δισ. προέρχονταν από νομικά πρόσωπα, με το αντίστοιχο ποσοστό ΜΕΧ να ανέρχεται στο 94%. Παράλληλα, οι Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων είχαν στην κατοχή τους 7.610 ακίνητα συνολικής αγοραίας αξίας €1,1 δισ., γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της ακίνητης περιουσίας στη διαχείριση των χρεών.
Η ανάλυση των στοιχείων φέρνει στο προσκήνιο δύο βασικές προκλήσεις. Πρώτον, η υψηλή αναλογία μη εξυπηρετούμενων δανείων επιβεβαιώνει την αδυναμία αποπληρωμής που αντιμετωπίζουν τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις, θέτοντας εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών ανάκτησης χρεών από τις Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων. Δεύτερον, η συγκέντρωση σημαντικού αριθμού ακινήτων στα χέρια αυτών των εταιρειών δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τη δυναμική της αγοράς ακινήτων. Η παρατεταμένη κατοχή τέτοιων περιουσιακών στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ρευστότητα, ενώ η τυχόν μαζική διάθεσή τους στην αγορά θα μπορούσε να προκαλέσει διακυμάνσεις στις τιμές.
Παρότι η Κεντρική Τράπεζα καταγράφει και δημοσιοποιεί τέτοια δεδομένα, η απουσία συγκεκριμένων προτάσεων για τη ρύθμιση της διαχείρισης των ακινήτων και των δανείων αυτών αφήνει ανοιχτό το ερώτημα για το εάν απαιτείται νέα θεσμική παρέμβαση. Το αυξημένο χαρτοφυλάκιο ΜΕΧ και η μετατροπή των εταιρειών αυτών σε κατόχους μεγάλων ποσοτήτων ακινήτων ενδεχομένως να υπονομεύσουν τη σταθερότητα του τραπεζικού και του ευρύτερου οικονομικού συστήματος, αν δεν υπάρξει έγκαιρη και στοχευμένη διαχείριση της κατάστασης.
Τα δεδομένα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη για ενίσχυση των στρατηγικών ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας, με στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ομαλοποίηση της αγοράς ακινήτων.