Ιστορικά η ρύθμιση του ηλεκτρικού τομέα ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Τα κράτη εφάρμοσαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις με το δικό τους ρυθμό και το καθένα με τον δικό του τρόπο. Εκείνη την εποχή το ενεργειακό σύστημα ήταν ουσιαστικά σε σταθερή κατάσταση αφού οι ενεργειακές εισροές και εκροές, δηλαδή οι τεχνολογίες παραγωγής και κατανάλωσης ηλεκτρισμού, ήταν γνωστές με σχετική βεβαιότητα. Η ενεργειακή μετάβαση που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη έχει διαλύσει αυτές τις συνθήκες. Η σταθερότητα και η γραμμικότητα έχουν αντικατασταθεί από την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα. Ενώ η αβεβαιότητα αρχίζει από τα φυσικά συστήματα παραγωγής, αποθήκευσης, παράδοσης και κατανάλωσης, επηρεάζει την αγορά ηλεκτρισμού και το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο με αποτέλεσμα να εγείρονται ερωτήματα όπως (α) πώς μπορούν να ελαχιστοποιηθούν τα ποσοστά περικοπών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παράλληλα να αυξηθεί η διείσδυσή τους; (β) πώς μπορούν να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε υποδομές μεταφοράς και διανομής προκειμένου να υποστηριχθεί η ενεργειακή μετάβαση; (γ) πώς μπορούν να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αποθήκευσης; (δ) πώς μπορεί να γίνει εφικτή η μετάβαση προς την οικονομία υδρογόνου και με ποιο κόστος; και πιο σημαντικό ερώτημα (ε) ποιον θα πρέπει να εξυπηρετεί η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρισμού;
Για αυτό η ρύθμιση των αγορών ηλεκτρισμού κατά την ενεργειακή μετάβαση αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα, προκειμένου ο ενεργειακό τομέας να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, να προωθήσει την αειφορία και να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Μία από τις βασικές προκλήσεις είναι η μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης, σε τεχνολογίες υδρογόνου καθώς επίσης και στον επανασχεδιασμό των ηλεκτρικών δικτύων για την αποδοτική χρήση της παραγόμενης ενέργειας.
Μια άλλη πτυχή αυτής της μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού στην ΕΕ. Η ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και η ανάπτυξη ενός ενιαίου ηλεκτρικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει στην εξομάλυνση των τιμών και στη βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού σε όλη την επικράτεια της ΕΕ. Συνεπώς η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προώθηση και τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Προωθεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών ηλεκτρισμού και ενθαρρύνει την καινοτομία και την αποδοτικότητα. Επιτρέπει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, στην αγορά ηλεκτρισμού με βέλτιστο τρόπο βάσει των όρων της αγοράς. Δηλαδή, ενσωμάτωση και συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην αγορά ηλεκτρισμού με τα ίδια δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις με τους συμβατικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής πράγμα που σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις των παραγωγών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε θέματα εφεδρείας και εξισορρόπησης θα εκπληρώνονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι συμβατικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής.
Για αυτό χρειάζεται να σκεφτούμε δύο φορές πριν ξεκινήσουμε τον πλήρη επανασχεδιασμό των αγορών ηλεκτρισμού, καθώς η τρέχουσα θεωρία και πρακτική της αγοράς ηλεκτρισμού, η οποία στηρίζεται στο μοντέλο της προσφοράς και της ζήτησης, μπορεί ακόμα να υποστηρίξει βέλτιστες λειτουργίες και επενδύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΕ κατέληξε σε τελικό κείμενο Οδηγίας μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρισμού, το οποίο τώρα προωθείται στο Ευρωκοινοβούλιο. Η βασική επιδίωξη της νέας Οδηγίας είναι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας να μην εξαρτώνται από τις τιμές ορυκτών καυσίμων, αλλά να αντανακλούν το πραγματικό και πλήρες κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (και των πυρηνικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής) και να περιλαμβάνουν επιπλέον κόστος για τη συμπλήρωση και εξισορρόπηση της διακύμανσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αφού οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (και οι πυρηνικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής) εξαρτώνται κατά κύριο λόγο μόνο από κόστος κεφαλαίου, χρειάζονται μακροχρόνια, εγγυημένα και σταθερά έσοδα ώστε με ασφάλεια να ανακτούν το κόστος κεφαλαίου κατά το χρόνο ζωής τους, γιατί έτσι επιτυγχάνουν το μικρότερο δυνατό κόστος χρηματοδότησης του κεφαλαίου. Ακριβώς σε αυτό παρεμβαίνει η μεταρρύθμιση που συμφωνήθηκε στην ΕΕ. Θα θεσπίσει ως υποχρεωτικές για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις πυρηνικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής συμβάσεις επί διαφοράς (contracts for differences – CfD) με εγγύηση του Κράτους. Οι CfD επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αποζημιώνουν τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας όταν η τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας πέφτει κάτω από ένα καθορισμένο όριο και να αποζημιώνουν τους καταναλωτές όταν οι τιμές υπερβαίνουν αυτό το όριο. Αν μία επένδυση θέλει να παραμείνει στον ιδιωτικό τομέα, η μεταρρύθμιση θεσπίζει μέτρα προώθησης των ιδιωτικών διμερών συμβάσεων αγοράς ενέργειας (power purchase agreement – PPA) οι οποίες θα λειτουργούν όπως οι CfD αλλά χωρίς κρατική εγγύηση.
Επιπλέον, η τεχνολογική πρόοδος σε συστήματα έξυπνων μετρητών και διαχείρισης ενέργειας δίνει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να συμμετέχουν πιο ενεργά στη διαχείριση της κατανάλωσης ενέργειας τους. Στην πραγματικότητα, σήμερα το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν αντιμετωπίζει πλέον τους πελάτες ως καταναλωτές που χρησιμοποιούν απλώς ηλεκτρισμό, εγκαθιστούν ενεργειακά συστήματα (όπως φωτοβολταϊκά και μπαταρίες) και αγοράζουν συσκευές. Αντί αυτού, σήμερα οι καταναλωτές αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως «συμμετέχοντες στην αγορά» ή ως «έμποροι ενέργειας» που λαμβάνουν θέσεις στην αγορά με βάση τις συμβάσεις που επιλέγουν να συνάψουν. Πέραν αυτών, η διαμόρφωση πολιτικών που προωθούν την αειφορία, η υποστήριξη για την έρευνα και την καινοτομία στον ηλεκτρικό τομέα και η προώθηση της ενεργειακής απόδοσης αποτελούν σημαντικά κομμάτια αυτής της μεταρρύθμισης.