Έντονη αντίδραση προκαλεί στον επιχειρηματικό κόσμο η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αύξηση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ) από τα €1.000 στα €1.088, με την Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων να κάνει λόγο για «πρωτοφανή» αύξηση και να προειδοποιεί για δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία.
Σε ανακοίνωσή της, η ΟΕΒ υπογραμμίζει ότι ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός δεν αποτελεί εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αλλά τον ελάχιστο μισθό που πρέπει να καταβάλλεται σε κάθε εργαζόμενο άνω των 15 ετών, ανεξαρτήτως προσόντων, εμπειρίας ή δεξιοτήτων.
Η Ομοσπονδία επισημαίνει ότι η αύξηση κατά 8,8% ανεβάζει τον κατώτατο μισθό στο 58% του εθνικού διάμεσου μισθού, ποσοστό αισθητά υψηλότερο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ολλανδία (48%), η Γερμανία (51%) και το Λουξεμβούργο (54%). Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, η σύγκριση αυτή δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσο η κυπριακή οικονομία μπορεί να αντέξει τέτοια επίπεδα μισθολογικής πίεσης.
Σύμφωνα με την ΟΕΒ, η ένταση της αύξησης αναμένεται να συμπαρασύρει προς τα πάνω, σχεδόν αυτόματα, ένα ευρύ φάσμα μισθών, με διπλή επίδραση στην αγορά. Από τη μία πλευρά, επιχειρήσεις που αδυνατούν να απορροφήσουν το πρόσθετο κόστος ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα οικονομικής αντοχής και βιωσιμότητας. Από την άλλη, όσες έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το κόστος, πιθανότατα θα το ενσωματώσουν στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, ενισχύοντας πληθωριστικές πιέσεις.
Η εξέλιξη αυτή, όπως προειδοποιεί η Ομοσπονδία, μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και να πλήξει συνολικά την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας.
Καταληκτικά, η ΟΕΒ αναφέρει ότι θα παρακολουθεί στενά τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης απόφασης, αξιολογώντας τις συνέπειες της «πρωτοφανούς» αύξησης του Εθνικού Κατώτατου Μισθού στο επόμενο διάστημα.

