Του Σωκράτη Ιωακείμ
Η απόφαση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλει δασμούς έως και 20% στα ευρωπαϊκά προϊόντα αποτελεί μια επιθετική κίνηση που όχι μόνο υπονομεύει τις εμπορικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά απειλεί την εύθραυστη ισορροπία της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται για μια πράξη οικονομικού τυχοδιωκτισμού που αποδεικνύει την επικράτηση κοντόφθαλμων πολιτικών επιλογών έναντι μιας ορθολογικής στρατηγικής διαχείρισης του διεθνούς εμπορίου. Το πλήγμα δεν αφορά μόνο τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και την ίδια την αμερικανική οικονομία, δημιουργώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα πλήξουν καταναλωτές και παραγωγούς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η μονομερής αυτή απόφαση παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενός θεσμού που η ίδια η Ουάσινγκτον συνέβαλε στη δημιουργία του, με σκοπό να διαμορφώσει ένα δίκαιο και σταθερό παγκόσμιο εμπορικό πλαίσιο. Η πρακτική του προστατευτισμού, αν και συχνά παρουσιάζεται ως λύση για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, έχει αποδειχθεί ιστορικά καταστροφική, καθώς οδηγεί σε αυξημένο κόστος για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, περιορίζει τις επενδύσεις και επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις που εξαρτώνται από εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα θα δουν άμεσα το κόστος τους να αυξάνεται. Αυτό θα μετακυλιστεί στον τελικό καταναλωτή, εντείνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις που ήδη δοκιμάζουν τις αγορές. Οι υψηλότερες τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα, φάρμακα και βιομηχανικά αγαθά, θα περιορίσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, πλήττοντας τη ζήτηση και ενισχύοντας την αβεβαιότητα. Παράλληλα, πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις που εξάγουν στην ΕΕ θα βρεθούν αντιμέτωπες με τα αντίμετρα των Βρυξελλών, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αντιποίνων που θα πλήξει και τις δύο οικονομίες.
Η ΕΕ, έχοντας ήδη διαμηνύσει ότι διαθέτει ισχυρό σχέδιο απαντήσεων, είναι έτοιμη να πλήξει κρίσιμους τομείς της αμερικανικής οικονομίας. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Apple και η Meta βρίσκονται ήδη στο στόχαστρο της ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί ψηφιακών αγορών, ενώ η Κομισιόν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής επιπλέον περιορισμών στο εμπόριο υπηρεσιών, κάτι που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον αμερικανικό χρηματοοικονομικό και τεχνολογικό τομέα. Επιπλέον, η επαναφορά δασμών σε αμερικανικά προϊόντα που είχαν επιβληθεί το 2018 και τέθηκαν σε αναστολή, θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές.
Το εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ στα αγαθά, που το 2023 ανήλθε σε 157 δισ. ευρώ, αποτελεί το βασικό επιχείρημα της Ουάσινγκτον για την επιβολή δασμών. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός αγνοεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ διατηρούν πλεόνασμα 109 δισ. ευρώ στις υπηρεσίες, ισοσκελίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη συνολική εμπορική σχέση. Η εστίαση αποκλειστικά στις εμπορευματικές συναλλαγές παρουσιάζει μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας, την οποία η κυβέρνηση Τραμπ εκμεταλλεύεται για πολιτικούς σκοπούς, προκειμένου να ενισχύσει τη ρητορική του οικονομικού εθνικισμού.
Η προοπτική ενός νέου εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στη διεθνή οικονομία, η οποία ήδη αντιμετωπίζει την πρόκληση της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και της διατήρησης της νομισματικής σταθερότητας. Οι αγορές αντιδρούν αρνητικά σε τέτοιες κινήσεις, καθώς ενισχύουν την αβεβαιότητα και οδηγούν σε απόσυρση επενδύσεων, ενώ η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, που στηρίζεται στη διασυνοριακή συνεργασία, κινδυνεύει να διαταραχθεί, δημιουργώντας νέες πληθωριστικές πιέσεις.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι δεν παράγουν νικητές. Η προσπάθεια της Ουάσινγκτον να χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως όπλο σε μια πολιτική αναμέτρηση με την Ευρώπη δεν θα επιτύχει τίποτα περισσότερο από την αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας και τη διάβρωση της εμπιστοσύνης μεταξύ στρατηγικών εμπορικών εταίρων. Η ΕΕ διαθέτει τους μηχανισμούς για να απαντήσει δυναμικά, αλλά η ουσιαστική λύση βρίσκεται στη διαπραγμάτευση και την εξεύρεση ισορροπημένων λύσεων, αντί για πολιτικές που καταλήγουν να βλάπτουν εκείνους που υποτίθεται ότι προστατεύουν.