Η οικονομία της Κύπρου βρίσκεται σε υγιή βάση ενώ αναμένεται ανάπτυξη και μείωση του πληθωρισμού, ωστόσο οι διασυνδέσεις με οικονομίες, εντός και εκτός της ΕΕ, καθιστούν μη αμελητέο κίνδυνο τις γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις, σύμφωνα με επισκόπηση για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χθες στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξάμηνου.
Η Κομισιόν εξέδωσε εις βάθος επισκοπήσεις (in-depth reviews, IDRs) αξιολόγησης μακροοικονομικών ανισορροπιών για έξι κράτη μέλη: την Κύπρο, τις Κάτω Χώρες, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, την Ισπανία και τη Σουηδία, ενώ αναμένονται εκθέσεις για ακόμα έξι κράτη μέλη. Η έκθεση για την Κύπρο είναι αναρτημένη στην σελίδα https://economy-finance.ec.europa.eu/publications/depth-review-2024-cyprus_en .
Η επισκόπηση όπως αναφέρεται στην εισαγωγή της έκθεσης για την Κύπρο, αναλύει την εξέλιξη των τρωτών σημείων της Κύπρου που σχετίζονται με το υψηλό ιδιωτικό, δημόσιο και εξωτερικό χρέος, καθώς και πιθανώς νέους κινδύνους που αναδύονται.
Η φετινή έκθεση αξιολογεί την επιμονή ή την εξάλειψη των τρωτών σημείων που εντοπίστηκαν τα προηγούμενα έτη, τους δυνητικούς αναδυόμενους κινδύνους, καθώς και τη σχετική πρόοδο στην εφαρμογή πολιτικών, καθώς και επιλογές για πολιτικές που θα μπορούσαν να εξεταστούν στο μέλλον.
Οι χώρες επελέγησαν στο πλαίσιο του μηχανισμού επαγρύπνησης, βάσει του οποίου καθορίζεται μέσω συγκεκριμένων οικονομικών δεικτών για ποια κράτη μέλη υπάρχει ανάγκη εντοπισμού και ανάλυσης πιθανών κινδύνων.
Ειδικότερα, η έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης για το 2024 (Alert Mechanism Report, AMR) που εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 2023 στο πλαίσιο της Φθινοπωρινής Δέσμης Μέτρων εντόπισε 12 κράτη μέλη για τα οποία κρίθηκε αναγκαίο να εκπονηθούν IDRs.
Οι άλλες έξι χώρες για τις οποίες οι εκθέσεις θα δημοσιευθούν τις επόμενες εβδομάδες είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιταλία και η Πορτογαλία.
Οι εκθέσεις φέτος δημοσιεύονται πριν την εαρινή δέσμη μέτρων, ώστε να συζητηθούν εμπεριστατωμένα πριν η Επιτροπή καταθέσει τις συστάσεις της ανά χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας συντονισμού και παρακολούθησης των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών στις οικονομίες της ΕΕ (γνωστή ως «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο»).
Στην εισαγωγή της έκθεσης για την Κύπρο, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τη μείωση του πληθωρισμού, συμβάλλουν στο να τεθεί η κυπριακή οικονομία σε υγιή βάση.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μετριάστηκε στο 2,4% το 2023, από 5,1% το 2022, με την επιβράδυνση της ανάπτυξης να οφείλεται κυρίως στην ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση για χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες, η οποία επηρεάστηκε από την εισβολή της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες ενδιάμεσες χειμερινές προβλέψεις της Επιτροπής, το 2024 και το 2025 η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να ανακάμψει και πάλι και να φθάσει περίπου το 3%. Αυτή η επιτάχυνση της ανάπτυξης αναμένεται να βοηθηθεί από τις σημαντικές προγραμματισμένες επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και του τουρισμού, οι οποίες εν μέρει υποστηρίζονται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο γενικός πληθωρισμός άρχισε να υποχωρεί το 2023, πέφτοντας στο 3,9%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι ελαφρώς υψηλότερος στο 4,4%, από 8,1% και 5,3% αντίστοιχα το 2022. Το 2024 και το 2025, ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται.
Η κυπριακή αγορά εργασίας παραμένει εύρωστη, με την απασχόληση να συνεχίζει να αυξάνεται και την ανεργία να αναμένεται να πέσει κάτω από το 6% μέχρι το 2025, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας.
Ταυτόχρονα, οι πραγματικοί μισθοί προβλέπεται να καταγράψουν μέτρια αύξηση κατά την περίοδο 2024- 2025, όπως και το 2023, αφού μειώθηκαν σημαντικά το 2022.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν για την Κύπρο, η δημοσιονομική θέση παραμένει ισχυρή με ένα σημαντικό πλεόνασμα το 2023, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί το 2024 και το 2025. Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι.
Ο υψηλός βαθμός ολοκλήρωσης με τις οικονομίες της ΕΕ και τρίτων χωρών καθιστά την Κύπρο επιρρεπή σε δευτερογενείς επιπτώσεις που προκύπτουν από τις οικονομικές εξελίξεις σε αυτές.
Η κυπριακή οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ελληνικά και ιταλικά προϊόντα και υπηρεσίες, ενώ η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σημαντικοί εξαγωγικοί εταίροι.
Όσον αφορά την εξωτερική ζήτηση, τα μεγαλύτερα μερίδια της συνολικής προστιθέμενης αξίας της κυπριακής οικονομίας παράγονται για την ικανοποίηση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία, τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ η κυπριακή εγχώρια ζήτηση ικανοποιείται κυρίως από την προστιθέμενη αξία που παράγεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα και τη Γερμανία.
Επειδή η Κύπρος έχει υψηλή έκθεση, τόσο άμεση όσο και έμμεση, σε εταίρους εκτός ΕΕ, οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις αποτελούν μη αμελητέο κίνδυνο για την οικονομία της.