Αύξηση, για πρώτη φορά από τον περασμένο Αύγουστο, παρουσίασαν τον Φεβρουάριο οι τιμές καταναλωτή στην Κίνα, όπως κατέδειξαν στοιχεία που ανακοινώθηκαν το Σάββατο, τερματίζοντας μια πολύμηνη περίοδο αποπληθωρισμού που επιδείνωσε τα πολυάριθμα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Όπως μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη σημείωσε πέρσι τη χαμηλότερη ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών και παλεύει με την παρατεταμένη κρίση στον τομέα των ακινήτων και την εκτίναξη της ανεργίας των νέων.
Ωστόσο, σε ένα σπάνιο φωτεινό σημείο, οι επίσημες στατιστικές του Σαββάτου έδειξαν ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 0,7% τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία του Πεκίνου (NBS) – η πρώτη αύξηση από τον Αύγουστο του 2023.
Η αύξηση του ΔΤΚ ήταν υψηλότερη από την αύξηση 0,3% που ανέμεναν οι αναλυτές οι οποίοι συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg και σηματοδοτεί μια έντονη αύξηση σε σχέση με την πτώση 0,8% που σημειώθηκε τον Ιανουάριο και η οποία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη υποχώρηση του ΔΤΚ στα τελευταία 14 και πλέον χρόνια.
Τα θετικά στοιχεία έρχονται καθώς ανώτεροι αξιωματούχοι συναντώνται στο Πεκίνο για τις ετήσιες «δύο συνόδους» του κοινοβουλίου της Κίνας και του κορυφαίου πολιτικού συμβουλευτικού οργάνου του, με κυρίαρχα θέματα συζήτησης την οικονομία και την εθνική ασφάλεια.
Την Τρίτη, ο Κινέζος Πρωθυπουργός Li Qiang είχε δηλώσει στην εν λόγω συγκέντρωση ότι η χώρα θα επιδιώξει ανάπτυξη 5% το 2024 – ένας φιλόδοξος στόχος που αναγνώρισε ότι «δεν θα είναι εύκολος», δεδομένων των αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει η οικονομία.
Ψηλά ανάμεσα στα ζητήματα αυτά βρίσκεται ο αποπληθωρισμός, στον οποίο η Κίνα εισήλθε τον περασμένο Ιούλιο, για πρώτη φορά από το 2021.
Οι τιμές καταναλωτή παίρνουν παραδοσιακά μια ώθηση κατά τη διάρκεια της περιόδου του κινεζικού νέου έτους, γνωστού και ως Φεστιβάλ της Άνοιξης, το οποίο έπεσε φέτος τον Φεβρουάριο.
«Ήταν κυρίως οι τιμές των τροφίμων και των υπηρεσιών που αυξήθηκαν περισσότερο», δήλωσε ο στατιστικολόγος Ντονγκ Λιτζουάν της NBS.
«Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Εαρινής Γιορτής, η ζήτηση των καταναλωτών για τρόφιμα αυξήθηκε, παρά τον βροχερό και χιονισμένο καιρό σε ορισμένες περιοχές που επηρέασε την προσφορά», πρόσθεσε ο κ. Ντονγκ.